Η Ιερά Αρχιεπισκοπή Μαρωνιτών Κύπρου (Archidioecesis Cyprensis Maronitarum) και το υψηλού επιστημονικού
κύρους Τμήμα Θεολογίας του Πανεπιστημίου Λευκωσίας, το οποίο συγκεντρώνει, στην
υπηρεσία της έρευνας και της ανώτατης παιδείας, μια ομάδα εκλεκτών Καθηγητών,
που έχουν διακριθεί για τη σπουδαιότητα των ερευνών τους στις Θεολογικές, καθώς
και στις κοινωνικές, τις ανθρωπιστικές και τις πολιτιστικές επιστήμες.
Στο πλαίσιο αυτής της συνεργασίας, το Θεολογικό Κέντρο «Άγιος
Εφραίμ» της Αρχιεπισκοπής Μαρωνιτών υποδέχθηκε στο βήμα του, τόσο στη Λευκωσία
όσο και στην Λεμεσό, τον Καθηγητή και Πρόεδρο του Τμήματος Χρήστο Κ. Οικονόμου.
Ο διαπρεπής Καθηγητής των Βιβλικών Σπουδών και συγγραφέας πλειάδας άρθρων και μονογραφιών,
μεταξύ των οποίων: «Οι απαρχές του Χριστιανισμού στην Κύπρο», ανέπτυξε το θέμα:
«Συμβολή
Κυπρίων στην Αρχέγονη Εκκλησία και την Κύπρο».
Τον κ. Οικονόμου υποδέχθηκε και προλόγισε ο Αρχιεπίσκοπος
Μαρωνιτών, Δρ Θεολογίας και Καθηγητής του Πανεπιστημίου του Λιβάνου, Ιωσήφ
Σουέηφ (Youssef Soueif).
Ο Καθηγητής Οικονόμου έκανε ιδιαίτερη αναφορά στη μεγάλη
προσωπικότητα του «Κυπρίου τω γένει» Βαρνάβα, ο οποίος, ως αυθεντικός
ερμηνευτής του κηρύγματος των Αποστόλων, έπαιξε ένα ρόλο «υπουργού εξωτερικών»,
θα λέγαμε», της αρχέγονης Εκκλησίας.
Η πρώτη σημαντική προσφορά του Ιωσήφ – Βαρνάβα προς την
Εκκλησία των Ιεροσολύμων ήταν η προσφορά των χρημάτων, που εισέπραξε από το
χωράφι που είχε στην πατρίδα του την Σαλαμίνα της Κύπρου, για την ενίσχυση των
Αποστόλων και των πρώτων Χριστιανών, οι οποίοι στα Ιεροσόλυμα δεν είχαν
την δυνατότητα οικονομικής συντήρησης
και επιβίωσης. Ακολούθως η μεγάλη προσφορά του Ιωσήφ, ο οποίος από τους
Αποστόλους ονομάστηκε Βαρνάβας, δηλαδή υιός Παρακλήσεως, ήταν η διαμεσολάβησή
του, ώστε ο διώκτης των Χριστιανών Σαούλ να παρουσιαστεί στον κύκλο των
Αποστόλων και να τον «επιβάλει» στους χριστιανούς των Ιεροσολύμων, αλλά και σε
ολόκληρο τον χριστιανικό κόσμο. Ο Βαρνάβας γνώριζε προ πολλού τον Σαούλ ως
συμφοιτητής του παρά τους πόδας του γνωστού Νομοδιδασκάλου Γαμαλιήλ. Η
συμπόρευσή τους, κατά την Α΄ Αποστολική περιοδεία τους στην Κύπρο και την Μικρά
Ασία, είχε ως αποτέλεσμα ο Χριστιανισμός να βγει από τα Ιουδαϊκά πλαίσια και
την Παλαιστίνη και να διαδοθεί στους Ελληνιστές Ιουδαίους, οι οποίοι ήταν
διασκορπισμένοι στον τότε γνωστό κόσμο. Αποτέλεσμα της ιεραποστολής τους στην
Κύπρο ήταν η μεταστροφή του Σέργιου Παύλου στην πρωτεύουσα του νησιού στην Πάφο
περί το 45/46 μ.Χ. που είχε ως αποτέλεσμα την ίδρυση της Εκκλησίας της Κύπρου.
Ο κ. Οικονόμου σημείωσε ότι το Ευαγγέλιο στην Κύπρο για
πρώτη φορά κηρύχθηκε από τους μαθητές του πρωτομάρτυρα Στεφάνου, μετά τον θάνατό του και κατά την κλήση και
μεταστροφή του Παύλου γύρω στο 34/35 μ.Χ. Στην Α΄ Αποστολική περιοδεία των
Βαρνάβα και Παύλου στην Κύπρο και την Μικρά Ασία είχαν ως συνοδό τους τον
ανεψιό του Βαρνάβα, τον Ιωάννη – Μάρκο, τον γιο του αδελφού του Βαρνάβα, του
Αριστόβουλου, του άνδρα της Μαρίας. Ο Αριστόβουλος ήταν κατά την παράδοση,
εκείνος ο οποίος διέδωσε τον Χριστιανισμό στην Αγγλία. Η Μαρία διέθετε ένα
μεγάλο σπίτι στα Ιεροσόλυμα, όπου αναπαυόταν ο Ιησούς και οι Απόστολοι, όταν
ανέβαιναν στα Ιεροσόλυμα. Υποστηρίζεται ότι σ’ αυτό το σπίτι της Μαρίας
τελέστηκε ο Μυστικός Δείπνος και έλαβε χώρα, κατά την Πεντηκοστή, η επιφοίτηση
του Αγίου Πνεύματος.
Η αναφορά του Πέτρου στην Α΄ Καθολική επιστολή του στον
Μάρκο ως «υιόν» του, ομόφωνα από την Αποστολική και Πατερική παράδοση
ερμηνεύτηκε ως πνευματικός υιός και όχι σαρκικός.
Τέλος, ο Πρόεδρος του Τμήματος Θεολογίας, αναφέρθηκε και
στον Μνάσωνα, τον αρχαίο μαθητή, ο οποίος επίσης ήταν Κύπριος. Κατά τον Καθηγητή,
ο Μνάσωνας ήταν μεταξύ των εβδομήκοντα Αποστόλων και ως αρχαίος μαθητής υπήρξε
η πηγή του συγγραφέα των Πράξεων, ο οποίος είχε από τον Μνάσωνα πλούσιο
κυπρολογικό υλικό, γι’ αυτό και ο Λουκάς διέσωσε τόσες πληροφορίες για το
κυπριακό στοιχείο, που καταγράφεται στις Πράξεις των Αποστόλων.
Στο τέλος των διαλέξεων υποβλήθηκαν ερωτήσεις και δόθηκαν
οι σχετικές απαντήσεις.
Αξίζει να σημειωθεί ότι, όσοι από τους Μαρωνίτες, τόσο
στη Λευκωσία όσο και στη Λεμεσό, παρακολούθησαν τις διαλέξεις, εξέφρασαν την
ικανοποίησή τους, γιατί ως Κύπριοι πληροφορήθηκαν τη μεγάλη συμβολή των
συμπατριωτών τους στην πρώτη Εκκλησία των Ιεροσολύμων, αλλά και στη διάδοση του
χριστιανισμού «εις πάντα τα έθνη».
Παράλληλα αυτό που, επίσης, θα πρέπει να σημειωθεί είναι
το γεγονός ότι το Τμήμα Θεολογίας του Πανεπιστημίου Λευκωσίας δεν απευθύνεται
μόνο προς τους φοιτητές του, αλλά πραγματοποιεί ανοίγματα προς την κοινωνία και
τον κόσμο, που θέλει να ενημερωθεί για τον Χριστιανισμό και τον Πολιτισμό του
νησιού του.
Λουκάς
Α. Παναγιώτου