Τετάρτη 27 Μαρτίου 2019

«Η κοινωνική δυναμική της Θεολογίας»

Στην έναρξη των μηνιαίων Σεμιναρίων της Αρχιεπισκοπής των Μαρωνιτών Κύπρου, στην Λευκωσία και στην Λεμεσό, παρευρέθηκε και μίλησε ο Πρόεδρος του Τμήματος Θεολογίας του Πανεπιστημίου Λευκωσίας Καθηγητής Χρήστος Κ. Οικονόμου, ανταποκριθείς σε σχετική πρόσκληση του Αρχιεπίσκοπο τους κ. Ιωσήφ Σουέηφ.
Η πρόσκληση αυτή είναι αποτέλεσμα της αγαστής συνεργασίας του Τμήματος Θεολογίας του Πανεπιστημίου Λευκωσίας με την Αρχιεπισκοπή των Μαρωνιτών και ιδιαίτερα με τον Αρχιεπίσκοπο Ιωσήφ Σουέηφ. Η συνεργασία ξεκίνησε εδώ και οκτώ χρόνια, από τότε, δηλαδή, που ο Καθηγητής Οικονόμου, τέως Κοσμήτορας και Πρόεδρος της Θεολογικής Σχολής Θεσσαλονίκης, εισήγαγε τις Θεολογικές Σπουδές στην Κύπρο και ενισχύθηκε περαιτέρω με την ίδρυση του Τμήματος Θεολογίας στο Πανεπιστήμιο Λευκωσίας. Αποτέλεσμα της συνεργασίας αυτής είναι και το γεγονός ότι ανάμεσα στους Μεταπτυχιακούς φοιτητές και υποψηφίους Διδάκτορες του Τμήματος Θεολογίας συμπεριλαμβάνονται ιερείς και λαϊκοί από τη Μαρωνιτική Κοινότητα.
Ο κ. Οικονόμου στις δύο συναντήσεις που είχε με τους ιερείς, τις μοναχικές αδελφότητες και τα στελέχη της Αρχιεπισκοπής των Μαρωνιτών Κύπρου, εστίασε την προσοχή του στην κοινωνική δυναμική της Θεολογίας, επισημαίνοντας τα πνευματικά χαρίσματα του ανθρώπου, την προπτωτική κατάσταση και τις συνέπειες της πτώσεως. Ανέλυσε τη θεολογική σημασία του ανθρώπου της αμαρτίας και του ανθρώπου της χάριτος, κατά την Παύλεια ανθρωπολογία, και αναφέρθηκε στην ιστορία της θείας Οικονομίας, που έχει κέντρο τον Ιησού Χριστό, ως σωτήρα και λυτρωτή του κόσμου.
Ανέλυσε, έπειτα, τον ρόλο του πρώτου και δεύτερου Αδάμ, κατά την Παύλεια Θεολογία και τη συμβολή του Χριστιανισμού στον πολιτισμό και την κοινωνική ανάπτυξη του ανθρώπου.
Ο Καθηγητής έκανε, επίσης, ιδιαίτερο λόγο για την αξία του Διορθόδοξου, Διαχριστιανικού και Διαθρησκειακού Διαλόγου, που φέρνει κοντά τους ανθρώπους για να αναζητήσουν κοινά σημεία της Αγίας Γραφής, τα οποία συμβάλλουν καθοριστικά στην ενότητα των ανθρώπων με κύριο θεολογικό γνώρισμα την αγάπη. «Η συμβολή του Χριστιανισμού στην κοινωνία και τον πολιτισμό», τόνισε, «έπαιξε σημαντικό ρόλο σε τέσσερα επίπεδα: Την ισότητα των δύο φύλων, το θέμα της δουλείας, της χρήσης του πλούτου και την αντιμετώπιση των περιθωριακών ανθρώπων».
«Η ανατροπή των κοινωνικών δεδομένων», πρόσθεσε, «της Ελληνιστικής και Ρωμαϊκής περιόδου, δημιούργησε νέα κατάσταση στη σχέση Ελληνισμού και Χριστιανισμού, καθώς επίσης στο παγκόσμιο στερέωμα με την Οικουμενικότητα της Θεολογίας».
Τέλος, ιδιαίτερη έμφαση έδωσε ο Καθηγητής Οικονόμου στα Καινοδιαθηκικά παραδείγματα διαλόγου θρησκειών και πολιτισμών. Αναφέρθηκε χαρακτηριστικά στην περίπτωση της αλλοεθνούς Χαναναίας και τη μεγάλη πίστη της, στο διάλογο του Ιησού με τη Σαμαρείτιδα για τη λατρεία του αληθινού Θεού, στην παραβολή του Καλού Σαμαρείτη για την έννοια του πλησίον, στον Εκατόνταρχο που αναγνώρισε τον Ιησού Κύριο των δαιμονικών δυνάμεων και ανέλυσε την ομιλία του Αποστόλου Παύλου στον Άρειο Πάγο των Αθηνών. Καταλήγοντας ο κ. Οικονόμου τόνισε ότι «ο διάλογος αποτελεί την κύρια μέθοδο στη διδασκαλία του Ιησού και με τον τρόπο αυτό διέδιδε παραστατικά, διαλεκτικά και δυναμικά το ευαγγέλιο της βασιλείας του Θεού για τη σωτηρία των ανθρώπων. Αυτό είναι το πρότυπο κάθε Διαλόγου της Εκκλησίας στον σύγχρονο κόσμο».
Αυτός ο Διάλογος του Τμήματος Θεολογίας του Πανεπιστημίου Λευκωσίας με την  Αρχιεπισκοπή των Μαρωνιτών και ιδιαίτερα με τον Αρχιεπίσκοπό τους κ. Ιωσήφ Σουέηφ συμβάλλει τα μέγιστα στη διατήρηση των αρμονικών σχέσεων μεταξύ των Χριστιανικών Κοινοτήτων της Κύπρου και υπερασπίζεται τα ανθρώπινα δικαιώματα και την αξία του ανθρώπινου προσώπου, ώστε σε μια ενωμένη Κύπρο, Ορθόδοξοι Χριστιανοί, Μαρωνίτες, Αρμένιοι και Λατίνοι να απολαμβάνουν τα αγαθά της ελευθερίας που τους στέρησε η εισβολή των Τούρκων στη Μεγαλόνησο, ώστε να συνεχίσει ο καθένας να λατρεύει τον Θεό που πιστεύει και να παράγει πολιτισμό που οδηγεί στην ενότητα των λαών.
Λουκάς Α. Παναγιώτου

Δευτέρα 25 Μαρτίου 2019

Μπάρμπα Γιάννη Μακρυγιάννη δεν μας τα 'γραψες καλά

Αγαπητά μου Παιδιά,
Μαζί με πολλούς άλλους άξιους και γενναίγους Έλληνες πολεμήσαμε και λευτερώσαμε τούτο τον τόπο που πατάτε εσείς, και να στοχάζεστε πως τον λευτερώσαμε για σας που γεννηθήκατε σε πατρίδα ελεύθερη, γιατί εμείς λίγο την απολάψαμε, ότι, μόλις εδιώξαμε τους Τούρκους, αρχίσαμε να τρώμε ο ένας τον άλλον κι έτσι μας βρήκαν διαιρεμένους οι Μπαυαροί και μας τζαλαπάτησαν.
Μα ο Θεός, το έλεός του μεγάλο, δεν συνερίστη τα κρίματά μας και στέριωσε το έθνος, όπου καταφανίστηκε τόσους χρόνους στη σκλαβιά και ήρθε ο καιρός πάλι να δικαιωθεί. Ότι το δίκιο μας μάς το ’δινε ο  Θεός και το χαλούσαμε εμείς. Κι απ’ το λίγο που δεν προκάναμε να χαλάσουμε εστερεώθη το έθνος αυτό, που εγέννησε κι εσάς. Εσείς τώρα μάθατε και γράμματα, ότι σκολάσατε από τις αγγαρείες και τους κιντύνους και κατατρεγμούς οπού ’χαμεν εμείς – εγώ εμεγάλωσα αγράμματος, με άσπρα τα μαλλιά, όψιμος έπιασα κοντύλι στο χέρι μου. Και τα γράμματα που μάθατε σας δίδαξαν πως είστε Έλληνες και Χριστιανοί της Ορθόδοξης Ανατολικής Εκκλησίας. Αν ήθελ’ εμείς, για να γλυτώσουμε από την τυραγνία και τα βάσανα, να γίνουμε Τούρκοι, όπως έγιναν καμπόσοι τότε, θα σας είχαν γεννημένους χανούμισσες κι όχι Ρωμαίισσες Χριστιανές και με τούτο θα ήστενε κι εσείς Τούρκοι. Και θα παίρνατε πάνω σας και τα κρίματα του μολεμένου αυτού Έθνους, που εσώριασε τόσα αδικοχαμένων και ατιμασμένων κουφάρια απάνω στη γη.
Κι αν θέλαμε μεις να σεργιανάμε με τες καρρότσες της βασιλείας, φορτωμένοι τα παράσημα, και να μας φυλεύουν οι Μπαυαροί τιμές και περιουσίες, ήθελ’ αφήσομε τον Κωλέττη με τους μισσιονάριους και τους ξένους πρέσβεις να μας αλλάξουνε την πίστη και τότε κι εσείς θα ’χατε γεννηθεί από μάννες Φράγκισες και θα κάνατε ανάποδα το σταυρό σας. Και θα στοχαζόσασταν ότι εχρειάστη να χυθεί ποτάμι το αίμα τόσων παλληκαριών και ηρώων της πατρίδος, για να χάσετε ελεύτεροι την πίστη που είχατε σκλαβωμένοι.
Τώρα όμως ζείτε πάνω σε τούτο το ματωμένο και καπνισμένο χώμα και λογαριάζεστε Έλληνες Ορθόδοξοι Χριστιανοί και όσοι έχετε μέσα σας καρδιά και νου, το ’χετε για την πιο τρανή χαρά σας, κορώνα στο κεφάλι. Να μη θαρρείτε όμως πως έτσι κοιμηθήκαμε από βραδίς Τούρκοι και ξυπνήσαμε Έλληνες. Εχρειάστηκε να θυσιάσουμε αρετή καντάρια και κόπους και αίματα γι’ αυτή την ελευθερία που έχετε εσείς. Ότι η επανάσταση δεν έγινε το ’21 μονάχα κάθε ώρα και στιγμή από τότε που πήρε ο Αγαρηνός την Πόλη, με κάθε σφαγή και αρπαγή και ατιμία που σήκωνε ο σβέρκος του σκλάβου, για να προσκυνήσει και δεν προσκύναγε, γίνονταν μια επανάσταση. Κι όλες αυτές οι επαναστάσεις γνωστών και αγνώστων ηρώων της πίστης και της πατρίδος έτρεξαν σαν τα ρυάκια στο μεγάλο ράμμα και έτσι έγινε το ’21 που ήθελε ο Θεός και μας έκανε λεύτερους.
Γι’ αυτό, παιδιά μου, τέτοιες μέρες, που γιορτάζετε το σηκωμό του γένους, να μνημονεύετε αυτούς τους ήρωες που θυσίασαν και τη ζωή τους και το βιος τους για πίστη και πατρίδα κι άφησαν τις φαμίλιες τους γυμνές να διακονεύουν. Και τούτη την πίστη να τη λογαριάζετε ως ένα τζιβαΐρι που το κρατά ο άνθρωπος και περπατεί και φόβος είναι να μην του πέσει. Και η πατρίδα δεν είναι ενός ούτε ολίγων αλλά την έχουμε όλοι μαζί, ότι όλοι μαζί την ελευτερώσαμε.
Ώστε αν αμελήσετε την πίστιν όπου σας παραδώσαμεν Ορθόδοξην Ανατολικήν και σας την κλέψουν, αν πέσετε στες παραλυσίες και αφήσετε τα κάστρα αφύλακτα και σας τα πάρουν, ούτε να ζήσετε μπορείτε ούτε να πεθάνετε παρηγοριέστε, ότι θα βρείτε εκεί που θα πάτε τους γενναίγους πατέρες σας, το Διάκο, τον Υψηλάντη, τον Κολοκοτρώνη, το Δυσσέα, και θα σας ζητήσουν τα αίματα πίσω που χύθησαν για την ελευθερία της πατρίδος. Και καθώς τα αίματα δεν γυρίζουν πλέον, θε να είστε καταδικασμένοι. Όθεν, αγαπητά μου Ελληνόπουλα, κάνετε τα καλά σας και μη σκολάτε τις μετάνοιες σας για τούτη την άγια πατρίδα, τηράτε να ’χετε το νου καθαρό και Ορθόδοξο και το σώμα τυραννισμένο, για να αντέχει τους κόπους και να πηγαίνετε τούτες τις μέρες στους τάφους μας και να στοχάζεστε τα χρέη σας. Ότι εμείς από μέσ’ απ’ αυτούς τους τάφους μας μια μέρα θ’ αναστηθούμε και θα σας κρίνουμε.
Γιάννης Μακρυγιάννης

Τρίτη 19 Μαρτίου 2019

Κύκκου Νικηφόρος: «Επιτακτική ανάγκη η αποφυγή ενός σχίσματος»

Στην παρουσία πλήθους πιστών, με την προσήκουσα λαμπρότητα και με κάθε ιεροπρέπεια, εορτάσθηκε στο Μετόχι της Ιεράς Μονής Κύκκου στη Λευκωσία, η Α΄ Κυριακή της Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής, η οποία και είναι αφιερωμένη στη θριαμβευτική νίκη της Ορθοδοξίας και την αναστήλωση των ιερών Εικόνων.
Ο Πανιερώτατος Μητροπολίτης Κύκκου και Τηλλυρίας κ. Νικηφόρος χοροστάτησε στην Ακολουθία του Όρθρου και στη συνέχεια τέλεσε τη θεία Λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου, πλαισιούμενος από Πατέρες, ιερείς και διακόνους της Μητροπόλεως Κύκκου.

Στον επίκαιρο λόγο του ο Πανιερώτατος αναφέρθηκε, κατ’ αρχήν, στη μεγάλη αυτή μέρα, την λαμπρή και πανίερη, για την Εκκλησία μας, την οποία, μάλιστα, χαρακτήρισε και ως ημέρα τιμής, μαρτυρίας και χρέους. Επισήμανε, παράλληλα, ότι «η ουσιαστικότερη μαρτυρία, την οποία καλείται να δώσει η Ορθοδοξία στον σύγχρονο διασπασμένο, αλληλοσυγκρουόμενο και, εν πολλοίς, παράλογο κόσμο, είναι η μαρτυρία της αγάπης. Γιατί μιλώντας για την αγάπη, μιλούμε ουσιαστικά για τον ίδιο τον Θεό, γιατί, κατά τον Ευαγγελιστή Ιωάννη, «ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστί» και ο κόσμος, για να ζήσει, δεν μπορεί παρά να ενδυθεί αυτή την αγάπη».
Ακολούθως, αναφέρθηκε στον ρόλο και το έργο της Ορθόδοξης Εκκλησίας στον σύγχρονο κόσμο, σημειώνοντας, ότι αυτή «οφείλει να παραμένει πάντοτε πάνω από την αλλοτρίωση και τη δίνη των εθνοφυλετικών παροξυσμών και να μάχεται εναντίον κάθε φανατισμού και μισαλλοδοξίας».

Τέλος, ο Κύκκου Νικηφόρος, με τον μεστό θεολογικών νοημάτων και αληθειών, πολυσήμαντο λόγο του, εξέφρασε τον πόνο και την αγωνία του για το γεγονός, ότι «η Ορθοδοξία σε επίπεδο οικουμενικό παρουσιάζεται με ραγισμένη την ενότητά της».
«Το θέμα της χορήγησης του Τόμου της Αυτοκεφαλίας στην Ορθόδοξη Εκκλησία της Ουκρανίας, πυροδότησε βαριές, σοβαρότατες παρενέργειες, που δηλητηρίασαν τις διορθόδοξες σχέσεις και τραυμάτισαν ήδη το Σώμα της Οικουμενικής Ορθοδοξίας. Η κρίση αυτή επιδεινώνεται ραγδαία, με κίνδυνο, αν δεν αντιμετωπιστεί έγκαιρα, τη δημιουργία Σχίσματος, το οποίο θα διέλυε ουσιαστικά δια παντός την ενότητα της Ορθοδοξίας με απρόσμενες συνέπειες», τόνισε.
«Μπροστά σ’ αυτή τη δραματική κατάσταση, ουδεμία από τις Ορθόδοξες Αυτοκέφαλες Εκκλησίες έχει το δικαίωμα να σιωπά και να εφησυχάζει, γιατί όλες οι κατά τόπους Ορθόδοξες Εκκλησίας συναποτελούν το  Σώμα της Μιάς, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας, γι’ αυτό και, κατά τη ρήση του αποστόλου Παύλου, «εἴτε πάσχει ἓν μέλος, συμπάσχει πάντα τὰ μέλη, εἴτε δοξάζεται ἓν μέλος, συγχαίρει πάντα τὰ μέλη». Επιβάλλεται όλες οι Ορθόδοξες Εκκλησίες να ανυψώσουν τη φωνή τους, πάνω από τα βαριά τα σύννεφα των δειλών σκοπιμοτήτων και υπεύθυνα να τοποθετηθούν προτού είναι πολύ αργά», τόνισε.
«Κρίσεις αντιμετώπισε, κατά καιρούς, πολλές η Ορθόδοξη Εκκλησία στο διάβα της ιστορίας της. Αυτό δεν είναι παράδοξο, γιατί η Εκκλησία είναι θεανθρώπινος οργανισμός και το εξωτερικό, ορατό μέρος του θεανθρωπικού της μυστηρίου αποτελείται από μέλη με ανθρώπινες ατέλειες. Η κυριότερη γενεσιουργός αιτία των εκάστοτε εκκλησιαστικών κρίσεων είναι το πνεύμα της αυταρέσκειας και του εγωϊσμού και της φιλοδοξίας και φιλοπρωτίας ημών των Επισκόπων. Μήπως το επάρατο Σχίσμα μεταξύ Ανατολής και Δύσεως, δηλαδή μεταξύ Ρωμαιοκαθολικής και Ορθοδόξου Εκκλησίας, που έγινε το 1054 μ.Χ., δεν οφειλόταν σε παρόμοιους λόγους; Οι Επίσκοποι, παρ’ όλον ότι πρέπει να ενσαρκώνουμε το πνεύμα του Χριστού, εν τούτοις δεν παύουμε από του να είμαστε και ’μεις άνθρωποι, «σάρκα φοροῦντες καί τόν κόσμον οἰκοῦντες», κατά τον άγιο Ισίδωρο τον Πηλουσιώτη. Έτσι, πολλές φορές κυριαρχεί και μεταξύ μας ένας ανταγωνισμός προς κατάκτηση πρωτείων».
«Κατά την ταπεινή μου άποψη», υπογράμμισε ο Πανιερώτατος, «η λύση του αναφυέντος προβλήματος, που ταλανίζει σήμερα την Ορθοδοξία, είναι μία, απλή αλλά και δυσκατόρθωτη: Είναι ο αιμάτινος κανόνας της αγάπης και της ταπείνωσης. «Χωρίς τον Άγιο νόμο του Χριστού», διακηρύττει ο Ντοστογιέφσκι, «ουδέποτε θα βασιλεύσει αδελφοσύνη» και ο νόμος του Χριστού είναι η ταπείνωση και η αγάπη.
»Οφείλουμε, λοιπόν, όλοι οι Ορθόδοξοι Ιεράρχες και, προπαντός, οι Προκαθήμενοι των Ορθοδόξων Εκκλησιών και δη οι φέροντες και τον βαρύτατο τίτλο του Πατριάρχη, την εμπειρία της αγάπης και της ταπείνωσης του Χριστού, που ζούμε στη Θεία Λατρεία μας, να την κάνουμε βίωμά μας καθημερινό, αν θέλομε να αποφεύγονται συγκρούσεις και διαιρέσεις και να επικρατεί η ενότητα και η ομοψυχία.
»Η πλήρης αποκατάσταση της ενότητας της Ορθοδόξου Εκκλησίας και η αποφυγή ενός οδυνηρότατου Σχίσματος, αποτελεί επιτακτική ανάγκη, όχι μόνο της Ορθοδοξίας, αλλά και του πολιτισμού και της ιστορίας. Γι’ αυτό και οφείλουμε άπαντες οι Ορθόδοξοι Ιεράρχες, να εξαρθούμε υπεράνω των εγωϊστικών μας εμμονών και να ενεργήσουμε, σύμφωνα με το πνεύμα της αγάπης, αναπτύσσοντας ένα διάλογο αγάπης, που στόχο θα έχει την άρση προσωπικών αγκυλώσεων, κατά την έκφραση του Αρχιεπισκόπου Αθηνών Ιερωνύμου, την αποσαφήνιση τυχόν παρεξηγήσεων και κυρίως την ισχυροποίηση της ενότητας της Ορθοδοξίας», πρόσθεσε.
«Πιστεύομεν ακραδάντως», τόνισε ο Κύκκου Νικηφόρος, ότι «η μόνη λύση του δημιουργηθέντος Ουκρανικού προβλήματος, με απότοκο την εδραίωση της ενότητας της Ορθοδοξίας, είναι η σύγκληση το συντομότερο δυνατό Πανορθοδόξου Συνόδου, ή, αν αυτό είναι πολύ δύσκολο, τότε να γίνει Σύναξη των Προκαθημένων των Ορθοδόξων Εκκλησιών, οι οποίοι, χωρίς τους μοχλούς πολιτικών πιέσεων, να διαλεχθούν εν πνεύματι συνέσεως προς οριστική διευθέτηση του απειλούντος την ενότητα της Ορθοδοξίας Ουκρανικού εκκλησιαστικού προβλήματος, όπως η εκκλησιαστική παράδοση επιμαρτυρεί και οι Ιεροί Κανόνες διαγορεύουν. 

»Στην Ορθόδοξη Εκκλησία μας ανέκαθεν έχουμε το Ορθόδοξο Συνοδικό Σύστημα λήψεως αποφάσεων. Κοινή είναι η ομολογία, ότι μόλις εμφανιζόταν κάποιο πρόβλημα (αίρεση ή σχίσμα), οι Πατέρες της Εκκλησίας μας, εμφορούμενοι από το ορθόδοξο πνεύμα της Συνοδικότητας, συγκαλούσαν Συνόδους, πρώτα τοπικές και ύστερα Οικουμενικές, προς επίλυση του προβλήματος. Άλλωστε, αγαπητοί χριστιανοί, αυτή τη μακραίωνη ορθόδοξη, εκκλησιαστική πραγματικότητα και παράδοση εξέφρασε στο μήνυμά της η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος της Κρήτης, όταν διακήρυττε, ότι: «Η Ορθόδοξος Εκκλησία εκφράζει την ενότητα και καθολικότητά της εν Συνόδω. Η συνοδικότητα διαπνέει την οργάνωση, τον τρόπον που λαμβάνονται οι αποφάσεις και καθορίζεται η πορεία της». Και το μελάνι, με το οποίο γράφτηκε το μήνυμα αυτό δεν έχει ακόμη στεγνώσει».
Κατακλείοντας τον λόγο του ο Μητροπολίτης Κύκκου και Τηλλυρίας, κάλεσε όλους «να αναβαπτιστούμε μέσα στη δεξαμενή των αιμάτων των μαρτύρων της πίστεώς μας. Εκεί μέσα να λουστούμε πρέπει και να εξαγνιστούμε και στη συνέχεια να προσέλθουμε «μετά φόβου Θεο, πίστεως καί γάπης» στην αγία τράπεζα του Άρτου της Ζωής και να κοινωνήσουμε το Σώμα και το Αίμα του Σωτήρα μας Χριστού. Στη συνέχεια να τον παρακαλέσουμε, να παρακαλέσουμε Αυτόν, που είναι το φως το αληθινό, να δώσει σε όλους τους Ηγέτες των Εκκλησιών μας σοφία και σύνεση, ώστε να υπερβούν εγωϊστικές εμμονές και προσωπικές αγκυλώσεις και να εργαστούν με ταπείνωση και αγάπη για την υπέρβαση της παρούσης κρίσεως, που απειλεί με διχασμό και Σχίσμα την Οικουμενική Ορθοδοξία».
Πριν από το τέλος της θείας Λειτουργίας, τελέσθηκε η, κατά το έθος και η κατά την τάξη της Αγίας μας Εκκλησίας, λιτάνευση των Ιερών Εικόνων, πέριξ του Ιερού Ναού του Αγίου Προκοπίου και αναγνώσθηκε σε τρεις στάσεις το Σύμβολο της Πίστεως και το Συνοδικό της Ορθοδοξίας.
Λουκάς Α. Παναγιώτου

Παρασκευή 1 Μαρτίου 2019

Ο Σχολάρχης της Χάλκης στο Τμήμα Θεολογίας του Πανεπιστημίου Λευκωσίας

Στα πλαίσια των Διαλέξεων Προσωπικοτήτων στο Τμήμα Θεολογίας του Πανεπιστημίου Λευκωσίας κλήθηκε ο Σχολάρχης της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης, Μητροπολίτης Προύσης κ. Ελπιδοφόρος, ο οποίος μίλησε στους Μεταπτυχιακούς φοιτητές με θέμα: «Εκκλησία και Διπλωματία». Ο Μητροπολίτης Προύσης και Καθηγητής του Τμήματος Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, εξέφρασε, κατ' αρχήν, τις ευχαριστίες και την χαρά του για την τιμή, όπως είπε, «που μου γίνεται σήμερα να απευθύνομαι στους φοιτητές του Μεταπτυχιακού Προγράμματος Θεολογίας του Πανεπιστημίου Λευκωσίας, το οποίο έχει καταφέρει να κερδίσει τον σεβασμό και την εκτίμηση του Ακαδημαϊκού χώρου με το κύρος και το υψηλό επίπεδο, το οποίο έχει οικοδομήσει με πολλή υπομονή και επιτυχία», ανέπτυξε, ακολούθως, με παραστατικότητα, απόλυτη σαφήνεια και επιστημονική ακρίβεια το υπό διαπραγμάτευση θέμα του.
«Το θέμα αυτό δεν είναι πρωτότυπο ούτε πρωτάκουστο, απλά παρατηρούμε συχνά να υπάρχει κίνδυνος παραθεώρησης του ρόλου της Θρησκείας γενικότερα και της Εκκλησίας ειδικότερα στις διεθνείς σχέσεις, στις γεωστρατηγικές μεταβολές και στις ισορροπίες», σημείωσε για να επεξηγήσει στην συνέχεια το ρόλο της θρησκείας στην διπλωματία. 
«Η θρησκεία και οι θρησκευτικές δομές, είτε λέγονται Εκκλησίες, είτε ιερατεία, είτε ιεραρχικές δομές που διαχειρίζονται, εντός εισαγωγικών, την έκφραση του θρησκευτικού συναισθήματος ενός λαού αποτελούν πολύ σημαντικούς παράγοντες τόσο εντός ενός εθνικού και κοινωνικού συνόλου όσο και στις σχέσεις αυτού του συνόλου με το ευρύτερο γεωγραφικό και παγκόσμιο περιβάλλον, στο οποίο αυτό δρα και κινείται ένας οποιοσδήποτε λαός». 
Ο Σεβασμιώτατος επεξηγώντας το γιατί συμβαίνει αυτό προέβαλε τρεις, κυρίως, λόγους. «Πρώτον. Το θρησκευτικό συναίσθημα ή η θρησκευτική παράδοση, έτσι για να το πω εντελώς ουδέτερα και γενικά, απευθύνεται σε πολύ βαθιές εσωτερικές, ψυχικές ανάγκες και εκφράσεις του ανθρώπου, οι οποίες, αυτές ανάγκες, καθορίζουν την συμπεριφορά και τον χαρακτήρα του. Ορίζουν την στάση του στη ζωή. Κατευθύνουν την αντίληψή του προς οτιδήποτε και οποιοδήποτε διαφορετικό. Δεύτερος λόγος. Το θρησκευτικό συναίσθημα είναι υπεράνω μιας λογικής αλληλουχίας κοινωνικών δεδομένων διότι είναι ένα σύστημα θεωρητικών παραδοχών, οι οποίες βασίζονται στην πίστη, σε κάτι δηλαδή δεδομένο, σε κάτι που υποχρεούται κάποιος να ασπασθεί. Στην υποκειμενική, δηλαδή, θεώρηση του κόσμου και δεν κατευθύνεται η θρησκεία και το θρησκευτικό συναίσθημα από τον κοινό νου, ούτε από την αντικειμενική ψυχρή και λογική στάση έναντι του κόσμου. Και τρίτον. Ως αποτέλεσμα των δύο ανωτέρω σημείων η θρησκεία παράγει την δική της ηθική. Καθορίζει, δηλαδή, κάθε θρησκεία τι είναι καλό και τι είναι κακό, τι είναι επιτρεπτό και τι είναι απαγορευμένο. Και αυτό συχνά δεν είναι απλά μια θεωρητική προσέγγιση, αλλά διαμορφώνεται και μια στάση ζωής των πιστών της εκάστοτε θρησκείας και ένας κώδικας συμπεριφοράς έναντι των μη μελών της, ενίοτε αποκαλουμένων και απίστων».
«Η παρουσίαση των πιο πάνω λόγων αρκούν για να φθάσουμε στο αβίαστο συμπέρασμα ότι οι θρησκείες είναι καθοριστικοί παράγοντες τόσο της ταυτότητας των λαών που τις ασπάζονται, όσο και των σχέσεων μεταξύ λαών που διαφοροποιούνται από θρησκευτικής και κάθε άλλης άποψης ή και λαών που συγγενεύουν λόγω θρησκείας», υπογράμμισε. 
«Δεν είναι άλλωστε τυχαίο», επεσήμανε ο Προύσης Ελπιδοφόρος, «ότι κρατικές οντότητες που άντεξαν μέσα στην ιστορία και διατήρησαν την συνέχεια και την ταυτότητά τους έδιναν πάντοτε ιδιαίτερη σημασία, μεταξύ άλλων, και στην θρησκευτική τους ομοιογένεια και ομοιομορφία. Δεν είναι μυστικό ότι πέρα των προσωπικών, θρησκευτικών πεποιθήσεων ο Μέγας Κωνσταντίνος διείδε στον κόσμο της Ανατολής τα δύο στοιχεία που θα συγκρατούσαν την αυτοκρατορία του για αιώνες. Τα δύο αυτά στοιχεία είναι η χριστιανική πίστη και η ελληνική γλώσσα. Και δεν διαψεύστηκε. Μέσα από τα δύο αυτά στοιχεία γεννήθηκε η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και ανανεώθηκε βαθμιαία το σύνολο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας».
Μετά το τέλος της διάλεξης του Αγίου Προύσης ακολούθησαν ερωτήσεις από τους φοιτητές του Τμήματος Θεολογίας του Πανεπιστημίου Λευκωσίας, στις οποίες απάντησε ο Σεβασμιώτατος και έτσι διεξήχθη μια θαυμάσια και εποικοδομητική συζήτηση μέσα από την οποία οι φοιτητές είχαν υπεύθυνη και επιστημονική ενημέρωση για πάμπολλα θέματα μεταξύ των οποίων ήταν η διαχρονική εξέλιξη των εκκλησιαστικών πραγμάτων στα Βαλκάνια και στα ιστορικά δεδομένα μέσα από τα οποία εξελίχθηκαν τα γεγονότα στην Ουκρανία. Παρουσίασε όλο το συγκρουσιακό κλίμα που προηγήθηκε για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το Οικουμενικό Πατριαρχείο, δια του Οικουμενικού Πατριάρχη κ.κ. Βαρθολομαίου χορήγησε ως "Μητέρα Εκκλησία" το Αυτοκέφαλο, που ζητήθηκε από την Ουκρανία. Τόνισε, ακόμη, ότι το θέμα του Εκκλήτου ανήκει αποκλειστικά στην αρμοδιότητα του Οικουμενικού Πατριάρχη και ως εκ τούτου ο Παναγιώτατος, ασκώντας τις αρμοδιότητές του, χορήγησε την αυτοκεφαλία στην Ουκρανία.
Παράλληλα, ο Καθηγούμενος της Ιεράς Σταυροπηγιακής Μονής Αγίας Τριάδος Και Σχολάρχης της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης, ενημέρωσε τους φοιτητές για τις δραστηριότητες που αναπτύσσει η σιωπούσα σήμερα Σχολή, με τις συνεργασίες διαφόρων Πανεπιστημιακών και Επιστημονικών φορέων, την ταξινόμηση και εμπλουτισμό της Βιβλιοθήκης της Σχολής και την διοργάνωση διαφόρων Επιστημονικών Συνεδρίων. Αυτό δείχνει το αδιάπτωτο ενδιαφέρον τόσο του Οικουμενικού Πατριάρχη για την λειτουργία της Σχολής, που είναι πρωταρχικός στόχος του από την άνοδό του στον Πατριαρχικό θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως όντας και ο ίδιος Χαλκίτης, όσο και του Σχολάρχη της Χάλκης κ. Ελπιδοφόρου, ο οποίος αναλώνει τον εαυτόν του να προετοιμάσει τη Σχολή να είναι έτοιμη μόλις οι συγκυρίες επιτρέψουν την επαναλειτουργία της.
Τον όλο συντονισμό της διαλέξεως είχε ο «σεβαστός δάσκαλος», όπως τον αποκάλεσε ο Άγιος Προύσης, Πρόεδρος του Τμήματος Θεολογίας του Πανεπιστημίου Λευκωσίας κ. Χρήστος Οικονόμου, τέως Πρόεδρος του Τμήματος Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας και Κοσμήτορας της Θεολογικής Σχολής Θεσσαλονίκης. Ο κ. Οικονόμου διαβεβαίωσε τον Σχολάρχη της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης ότι το Τμήμα Θεολογίας του Πανεπιστημίου Λευκωσίας, κατανοεί πλήρως την κατάσταση και τις συνθήκες όπου βρίσκεται η Σχολή και θέτει τις επιστημονικές του δυνάμεις στη διάθεση της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης.
Λουκάς Α. Παναγιώτου