Ο Μανουήλ Β’
Παλαιολόγος, υπήρξε ένας από τους αξιολογότερους Βυζαντινούς αυτοκράτορες,
λόγιος και πολυγραφότατος, αλλά ταυτόχρονα ρεαλιστής και συνετός πολιτικός
άνδρας. Βασίλευσε κατά τα έτη 1391-1425, σε μια περίοδο που η Αυτοκρατορία
βρισκόταν σε κρίσιμη κατάσταση. Τα εδάφη της είχαν συρρικνωθεί, ο φόβος της
οθωμανικής απειλής γινόταν πιο έντονος, ενώ εσωτερικά το κράτος ταλανιζόταν από
διαμάχες και εκκλησιαστικές έριδες και αντιμετώπιζε σοβαρές οικονομικές
δυσκολίες και προβλήματα.
Σε μια
προσπάθεια για να αντιμετωπίσει την οθωμανική επίθεση και να διασώσει την
Αυτοκρατορία του, ο Μανουήλ αποφασίζει να ζητήσει οικονομική και στρατιωτική
βοήθεια από τη Δύση, και έτσι το 1399 φεύγει σε διπλωματικό ταξίδι που τον
οδηγεί στην Ιταλία, τη Γαλλία και την Αγγλία. Παρόλο που ο Μανουήλ έγινε
δεκτός με θαυμασμό, εξαιτίας της προσωπικότητας, της μόρφωσης και του
παρουσιαστικού του, και οι Ευρωπαίοι φάνηκαν να κατανοούν τη δυσχερή του
κατάσταση, οι υποσχέσεις τους ποτέ δεν υλοποιήθηκαν και ο Αυτοκράτορας
επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη με άδεια χέρια.
Στο διάστημα
που ακολούθησε, και παράλληλα με τις δραστηριότητες του για διάσωση της
Αυτοκρατορίας, ο Μανουήλ συνθέτει ένα εκτενές και περίπλοκο κείμενο, τους «Επτά
Ηθικο-πολιτικούς Λόγους», που σε κάποιο βαθμό αντικατοπτρίζουν τους φόβους, τις
ανησυχίες και τα ιδεώδη ενός Αυτοκράτορα σε μια περίοδο κρίσης. Έχοντας ως
κεντρικό άξονα την αρετή, την αγάπη και την αγαθή προαίρεση, ο Μανουήλ
προσπαθεί να δώσει απαντήσεις σε ζητήματα ηθικά και πρακτικά, για το πως θα
πρέπει να σκέφτονται και να ενεργούν οι νουνεχείς άρχοντες και πολίτες,
αποβλέποντας πάντα προς το κοινό καλό και στην πορεία προς την αναζήτηση της
αληθινής ευτυχίας. Ανατρέχοντας σε ιδέες των αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων και των
Πατέρων της Εκκλησίας, συγγράφει τους «Επτά Λόγους» που θεωρεί πως έχουν αξία
για κάθε άνθρωπο, ανεξαρτήτως τάξεως και ηλικίας, για το παρόν και το μέλλον.
Ανάμεσα σε
άλλα, υπενθυμίζει στους άρχοντες πως πρέπει να είναι για το λαό τους ηγέτες
αλλά και προστάτες, να έχουν το ρόλου του κυβερνήτη, του ποιμένος, του ιατρού,
του πατέρα και σωτήρα, και στο λαό να παραμένει ενωμένος, να υπακούει στον
αγαθό άρχοντα και να τον επικουρεί στο έργο του. Ταυτόχρονα, ο Μανουήλ
καταδικάζει την απληστία και την αλαζονεία, αναφερόμενος στην ιστορία και στο
τραγικό τέλος του μυθικού Βασιλιά Κροίσου που περηφανευόταν για τα πλούτη του,
και προτείνει πως το χρήμα, όπως και καθετί που προσφέρει ευχαρίστηση, μόνο εάν
χρησιμοποιείται με μέτρο και σύνεση δε θα προκαλέσει οδύνη και δε θα οδηγήσει
σε καταστροφή. Τονίζει επίσης τις έννοιες της ελεύθερης βούλησης και της
ατομικής ευθύνης που έχει ο καθένας για τις πράξεις του και θεωρεί πως η ζωή θα
έχει νόημα και αξία μόνο εάν ακολουθήσουμε την πραγματική μας ανθρώπινη φύση,
τη μισοπόνηρη και φιλόκαλη, όπως την ονομάζει, εφαρμόζοντας ταυτόχρονα έμπρακτα
τη χριστιανική φιλανθρωπία και την αγάπη προς τον πλησίον, καθώς και τις
πλατωνικές αρετές, δηλαδή τη δικαιοσύνη, τη σοφία, την ανδρεία και τη
σωφροσύνη.
Είκοσι οχτώ
χρόνια μετά το θάνατο του Αυτοκράτορα και παρά την ηρωική αντίσταση του τότε
Αυτοκράτορα και γιου του Μανουήλ, Κωνσταντίνου ΙΑ΄ Παλαιολόγου, επήλθε με την
Άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453 το τέλος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Πιθανώς από αυτό να φαίνεται πως τα λόγια του Αυτοκράτορα δεν μπόρεσαν -και
ούτε μπορούν- να εφαρμοστούν σε μια περίπλοκη οικονομική, πολιτική και
κοινωνική πραγματικότητα, και πολύ λιγότερο στη σημερινή εποχή που οι άρχοντες
μας πόρρω απέχουν από το πρότυπο του καλού καγαθού. Από την άλλη όμως,
διαβάζοντας κάποιος τα γραφόμενα του Μανουήλ, και την ιστορία της εποχής
συνειδητοποιεί πως αυτή επαναλαμβάνεται και οι άνθρωποι παραμένουν στην ουσία τους
πάντα οι ίδιοι. Πηγαίνοντας ακόμα μερικούς αιώνες πίσω και βλέποντας τη
Βυζαντινή Αυτοκρατορία στην ακμή της, όταν αποτελούσε το παράλληλο της
σημερινής Ευρωπαϊκής Ένωσης, ίσως θα μπορούσε να προβλεφθεί και το τέλος
αυτής...
Τώρα όμως που
και εμείς, όπως και οι Βυζαντινοί του 15ου αιώνα, αντιμετωπίζουμε μια κρίση, με
τους οικονομικά ισχυρούς να προωθούν τα συμφέροντα τους, τη Δύση να μας
εγκαταλείπει, και την Τουρκία να γίνεται ολοένα και πιο προκλητική, για να μην
έχουμε παρόμοιο τέλος, ίσως θα πρέπει να επαναπροσδιοριστούμε. Να
αναδιαρθρώσουμε όχι μόνο το τραπεζικό μας σύστημα αλλά και την κοινωνία μας, να
συναισθανθούμε τις ευθύνες μας, να ξαναβρούμε τις αρχές και τις αξίες που μας
επιτρέπουν εδώ και χιλιετίες να επιβιώνουμε ως χώρα, ως λαός, ως έθνος. Στο
τέλος των «Επτά Λόγων» ο Μανουήλ τονίζει τη σημασία της σωστής παιδείας που
μπορεί να ανεβάσει τον καθένα από την άγνοια σε ένα υψηλότερο επίπεδο, και
επαναλαμβάνει πως οι πράξεις είναι αυτές που καθορίζουν το χαρακτήρα και το
τέλος του κάθε ανθρώπου, καλώντας όλους να μετανοήσουν για τα λάθη τους.
Ταιριάζουν άραγε οι νουθεσίες και οι παραινέσεις μιας άλλης εποχής στη δική
μας; Ο Μανουήλ Β’ Παλαιολόγος έγραφε πως «γυμνοί ερχόμαστε και γυμνοί
επιστρέφουμε, αφού κανένα από τα ανθρώπινα πράγματα δεν είναι μόνιμο, σταθερό
και στέρεο» (Λόγος Γ΄, 81-88). Και πως «μόνο εκείνα που είναι καρπός αγώνων και
πόνου και υψηλού φρονήματος, δεν ξεχνιούνται ποτέ, γιατί είναι μέρη της αρετής,
που μόνο αυτή είναι χρῆμα ἀθάνατον» (Λόγος Β΄, 125-132).
Χριστίνα
Κάκκουρα
Δρ.
Βυζαντινολογίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου