Παρασκευή 30 Νοεμβρίου 2012

Ιερά Μονή Αποστόλου Ανδρέα


«Ώς των Αποστόλων Πρωτόκλητος και του Κορυφαίου αυτάδελφος,
τον Δεσπότην των όλων, Ανδρέα, ικέτευε, ειρήνην τη οικουμένη δωρήσασθαι, και ταις ψυχαίς ημών το μέγα έλεος.»
(Απολυτίκιον Αποστόλου Ανδρέα, Ήχος δ΄)
Ιστορικό Μοναστηριού
Για την ίδρυση του φημισμένου Μοναστηριού του Αποστόλου Ανδρέα, που βρίσκεται στο ομώνυμο ακρωτήρι στην κατεχόμενη Καρπασία,  ελάχιστα είναι γνωστά.
Η παράδοση φέρει τον Απόστολο Ανδρέα να έχει περάσει από το μέρος εκείνο, τον 1ο αιώνα μ.Χ., όταν το καράβι με το οποίο ταξίδευε έμεινε αγκυροβολημένο για τρεις ημέρες σε παρακείμενο λιμανάκι λόγω νηνεμίας.  Εκεί ο Απόστολος δημιούργησε μια πηγή στο βράχο από όπου άρχισε να αναβλύζει άφθονο νερό, «που τρέχει από τότε στον λάκκο της Παλαιάς Εκκλησίας και από εκεί βγαίνει σαν Αγίασμα από βρύση κοντά στη θάλασσα» (Ι. Τσικνοπούλλου «Ο Απόστολος Ανδρέας», 1967, σ. 21). Αυτό θεράπευσε και το τυφλό παιδί του καπετάνιου του καραβιού, ο οποίος, σύμφωνα με την παράδοση, έκτισε στην ίδια τοποθεσία ναό αφιερωμένο στον πρωτόκλητο μαθητή του Χριστού.
Το 1103 μ.Χ. υπάρχει μια πρώτη μαρτυρία για την ονομασία του λιμενίσκου που βρίσκεται κοντά στο μοναστήρι, από τον Αγγλοσάξονα προσκυνητή Seawolf, ο οποίος το αποκαλεί «λιμανάκι του Αποστόλου Ανδρέα». Η μαρτυρία θεωρείται σημαντική, αφού συνδέει το όνομα του Αποστόλου με το ακρωτήρι της Καρπασίας από τα βυζαντινά χρόνια, ένδειξη ότι η παράδοση για τον Απόστολο Ανδρέα υπήρχε από τότε.
Μια άλλη σημαντική μαρτυρία με σαφή αναφορά, αυτή τη φορά, σε ύπαρξη μοναστηριού στην περιοχή, γίνεται το 1191 μ.Χ. από τον Άγγλο ιερωμένο Benedict of Peterborough, ο οποίος αναφέρει ότι ο τότε διοικητής της Κύπρου Ισαάκιος Κομνηνός (1185-1191) συνελήφθη από το Ριχάρδο το Λεοντόκαρδο σε πολύ καλά οχυρωμένο μοναστήρι, που ονομαζόταν «Ακρωτήριον του Αποστόλου Ανδρέα».
Επίσης, το ακρωτήρι αναφέρεται σε παλαιούς χάρτες της Κύπρου, ήδη από το 1465, ως ακρωτήρι του Αγίου Ανδρέα (Capo de Sando Andrea). Σε παλαιούς χάρτες σημειώνεται και η ύπαρξη εκκλησίας στη θέση του σημερινού μοναστηριού, με την ονομασία Άγιος Ανδρέας (Sando Andrea).
Παρόμοιες αναφορές γίνονται και από πολλούς περιηγητές που επισκέφθηκαν την Κύπρο, τόσο κατά την περίοδο της λατινοκρατίας (1191-1571) όσο και κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας (1571-1878). Ο Άγγλος περιηγητής Richard Pococke, που επισκέφθηκε το νησί το 1738, γράφει, «φθάσαμε στο ανατολικότερο σημείο του νησιού, που ονομαζόταν από τους παλαιούς Βοός Ουρά. Σήμερα ονομάζεται ακρωτήρι του Αποστόλου Ανδρέα εξαιτίας μοναστηριού σε βράχο στο όνομα του Αποστόλου Ανδρέα, στο οποίο κατοικούν 2-3 μοναχοί». (Ν. Γ. Κυριαζή «Τα Μοναστήρια εν Κύπρω», 1950, σ. 18)
Η ιστορία του μοναστηριού γίνεται ουσιαστικά γνωστή περίπου από το 1855 όταν ο παπά Ιωάννης Νικόλα Διάκου από το Ριζοκάρπασο άρχισε την οικοδόμηση του καινούργιου ναού, που εγκαινιάστηκε στις 15 Αυγούστου 1867 επί Αρχιεπισκόπου Σωφρονίου. Ο παπά Ιωάννης θεωρείται ο κτήτορας του σημερινού μοναστηριού.
Ο παλαιός και ο καινούργιος ναός της Μονής
Από τα κτίσματα του πρώτου ναού δεν διασώζονται καθόλου ίχνη.  Στη θέση τους ανεγέρθηκε αρκετά χρόνια αργότερα – κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας τον 15ο αιώνα – ναός, που υπάρχει μέχρι σήμερα, όχι όμως και τα κτήρια που το περιέβαλλαν.
«Η Παλαιά Εκκλησία, με τον οικοδομικό της ρυθμό, με τα γραφικώτατα σταυροθόλια της, χτισμένη μάλιστα επάνω στην πηγούλα που φανέρωσε ο ονομαστός Απόστολος, πιστοποιεί, μακρυά από κάθε αμφιβολία, ότι είναι κτίσμα του δεκάτου πέμπτου αιώνος. Εύκολα εμείς συμπληρώνουμε την αλάνθαστη αυτή πιστοποίησι, χωρίς να μπορή κανείς να μας διαψεύση. Γύρω στα 1430, εποχή Φραγκοκρατίας, βρήκαμε οι κάτοικοι της περιοχής οικονομική άνεσι τόση – ας μη πούμε ευρωστία – που μας επέτρεψε να μεγαλώσουμε και να κάνουμε ομορφότερο το Εκκλησάκι του αγαπητού μας Ψαρά Αποστόλου Ανδρέα και αναθέσαμε το μεγάλωμα αυτό το καλλιτεχνικό σε τεχνίτη καλό, που καλά ήξερε τα μυστικά της εκκλησιαστικής οικοδομίας.» (Τσικνοπούλλου, σ. 22)
Ο παλαιός αυτός ναός, που είναι γοτθικού ρυθμού, βρίσκεται τριάμισι μέτρα χαμηλότερα από το ιερό του καινούργιου (σημερινού) ναού και οι εισόδοί του είναι δυο πετρόκτιστες σκάλες. Το σχήμα του είναι τετράγωνο και η πύλη του, που βρίσκεται στη νότια πλευρά, είναι πετρόκτιστη και αψιδόσχημη.
Ο καινούργιος ναός του μοναστηριού χρονολογείται στον 19ο αιώνα, με βάση επιγραφή όπου αναγράφεται η ημέρα των εγκαινίων του, 15 Αυγούστου 1867. Ο ναός είναι μονόκλιτος με καμαρόσχημη οροφή ενισχυμένη με έξι κτιστές ζώνες. Η μεγάλη θύρα του ναού βρίσκεται στο νότιο τοίχο, ενώ στο βόρειο τοίχο υπάρχει δεύτερη θύρα με την επιγραφή της ημέρας των εγκαινίων του.
Για τον καινούργιο ναό, και γενικότερα για το Μοναστήρι του Αποστόλου Ανδρέα, γράφει ο ιστορικός Σακελλαρίου: «Νοτιώτερον ολίγον των Κλείδων κείται παρά την ακτήν το Μοναστήριον του Αγίου Ανδρέου. Πρό τριακονταετίας ενταύθα δεν υπήρχεν ή μικρός παλαιός Ναός του Αποστόλου Ανδρέου· έκτοτε όμως, χάρις εις την ενεργητικότητα και τιμιότητα του τότε διορισθέντος Ιερέως της μικράς Εκκλησίας, νύν δε Οικονόμου της Μονής, εκτίσθη μέγας και ωραίος Ναός και πολλά κάλλιστα πέριξ δωμάτια, και ούτως ενταύθα κατηρτίσθη, προϊόντος του χρόνου, μία των ωραιοτέρων εν τη Νήσω Μονών». (Τσικνοπούλλου, σ. 25)
Το εικονοστάσιο, που καλύπτει ολόκληρο το πλάτος και ύψος του καινούργιου ναού, είναι ξυλόγλυπτο και επίχρυσο, όμως άγνωστης χρονολογίας κατασκευής και άγνωστου τεχνίτη. Ξυλόγλυπτοι είναι επίσης ο άμβωνας, ο θρόνος, καθώς και το κεντρικό προσκυνητάρι. Στα δεξιά του τέμπλου υπάρχει επίσης ξυλόγλυπτο, επίχρυσο και καταστόλιστο προσκυνητάρι, στο οποίο βρίσκεται η προσκυνηματική εικόνα του Αποστόλου Ανδρέα. Στο ναό φυλάγονται, μεταξύ άλλων, μερικές σχετικά παλαιές εικόνες του 19ου αιώνα, καθώς και μερικά κειμήλια της ίδιας εποχής.
Ο Κτήτορας του νέου ναού: Παπά Ιωάννης Νικόλα Διάκου
Ο παπά Ιωάννης Νικόλα Διάκου από το Ριζοκάρπασο θεωρείται ο ιδρυτής και πρώτος οικονόμος του σημερινού Μοναστηριού. Ο παπά Ιωάννης άρχισε την ανέγερση του νέου ναού το 1855, αφού κατάφερε να συγκεντρώσει οικονομική βοήθεια από τους πιστούς με εράνους στην Κύπρο και στο εξωτερικό, «φέρων μαζί του μια βαρύτιμη παλαιά Εικόνα του Αγίου». (Τσικνοπούλλου, σ. 25) Ο τότε Αρχιεπίσκοπος Μακάριος Α’ (1854-1865) είχε θέσει το όλο έργο της ανέγερσης του ναού κάτω από την πνευματική του καθοδήγηση.
Ο παπά Ιωάννης εργάστηκε με αφοσίωση για το φημισμένο Μοναστήρι και όταν πέθανε στις 4 Ιουλίου 1909, σε ηλικία 82 χρόνων, οι συμπατριώτες του τον έθαψαν κοντά στην παλαιά Εκκλησία, όπου αργότερα στήθηκε και η μαρμάρινη προτομή του. 
Για το χαρακτήρα και το έργο του παπά Ιωάννη γράφει ο ιστορικός Φραγκούδης τα ακόλουθα: «Ο την Μονήν διευθύνων Οικονόμος είναι σπάνιος τύπος ιερέως. Μόνος επιστατεί εις την καλλιέργειαν των κτημάτων, εις την είσπραξιν των εισοδημάτων, αυτός ενήργησε συνδρομάς διά την ανέγερσιν της Μονής, τα εισοδήματα της οποίας χρησιμοποιεί εις διατήρησιν Σχολείου αρρένων και θηλέων εν Ριζοκαρπάσω, εις φιλοξενίαν και εις διάφορα άλλα καλά διά την επαρχίαν, ής είναι ο δικαστής, ο αγαθός άγγελος. Τοιούτων ιερέων χρήζουσιν αληθώς όλα τα χωριά». (Τσικνοπούλλου, σ. 26)
Άλλοι γνωστοί μοναχοί εκτός από τον παπά Ιωάννη ήταν ο οικονόμος Χριστόφορος Κυκκώτης που υπηρέτησε μεταξύ 1910 και 1915, ο οικονόμος Ιωσήφ (1916-1926), ο οικονόμος Παγκράτιος (1926-1927), ο οικονόμος Κλεόπας από τη Μόρφου (περί το 1931), ο οικονόμος Φώτιος Μαχαιριώτης από το Φλαμούδι (1931-1934), ο ιερομόναχος Χρύσανθος Μακρυγιάννης (1935-1937), ο ιερομόναχος Νικόλας Σανταμάς (1942-1947), ο οικονόμος Λεόντιος Ιακωβίδης (1948-1962) και ο οικονόμος Κλεόπας Κουρουζίδης (1962).
Μεγάλος ευεργέτης της Μονής υπήρξε ο Αριστόδημος Γιαννακού Παπαπέτρος (1897-1967), ο οποίος στη διαθήκη του κληροδότησε στο Μοναστήρι του Αποστόλου Ανδρέα όλη την περιουσία του, αξίας 50 χιλιάδων λιρών (το 1967), για την ανέγερση ξενώνων. Η σωρός του τάφηκε στο χώρο της Μονής.
Προσκύνημα στον Απόστολο Ανδρέα
Το Μοναστήρι του Αποστόλου Ανδρέα γιορτάζει κανονικά στις 30 Νοεμβρίου, όμως επειδή κατά την ημερομηνία αυτή ο καιρός είναι συνήθως χειμωνιάτικος και οι προσκυνητές ταλαιπωρούνταν σε μεγάλο βαθμό, και αφού σε παλαιότερες εποχές το προσκύνημα στο μοναστήρι απαιτούσε ταξίδι πολλών ημερών, καθιερώθηκε η 15η Αυγούστου – ημέρα που εγκαινιάστηκε ο νέος ναός το 1867 – ως ημέρα γιορτής για το μοναστήρι.
«Εις την μονήν του αποστόλου Ανδρέου δίς του έτους γίνεται πολυπληθής πανήγυρις. Η πολυπληθέστερα πανήγυρις τελείται την 15ην Αυγούστου, ημέραν των εγκαινίων της μονής, ότε ο καιρός είναι ωραίος. Η ετέρα πανήγυρις τελείται την 30ην Νοεμβρίου, ημέραν εορτής του αγίου, ότε όμως διά τον βροχερόν καιρόν δεν δύναται να μεταβούν πολλοί προσκυνηταί». (Χ. Ταουσιάνη «Αι εκκλησίαι του Ριζοκαρπάσου», 1983, σ. 143)
Όπως γράφει ο Γιάννης Σταυρινός Οικονομίδης στην «Ιστορία του Αποστόλου Ανδρέα του Ριζοκαρπάσου», «ήταν θαυμαστό το θέαμα να βλέπεις πλήθος άμαξες συρόμενες από βόδια, μούλες, άλογα, σκεπασμένες με πολύχρωμες τέντες, καβαλάρηδες, πεζούς, να διασχίζουν τους χωματένιους δρόμους του Καρπασιού επί τρία μερόνυχτα για να φτάσουν στο μοναστήρι την 15η Αυγούστου με τα αφιερώματά τους: τις τεράστιες λαμπάδες, τα ζωντανά που άλλα τα πρόσφεραν ενώ άλλα τα έσφαζαν εκεί για να φάνε. Το μοναστήρι τους προσέφερε πλήρη φιλοξενία κι άφθονο κρασί. Στο πανηγύρι έρχονταν πολλοί δια θαλάσσης, ενώ η καμπάνα του Αγίου τους υποδεχόταν με συνεχές χαρούμενο χτύπημα». (Μ. Στυλιανού «Μια περιδιάβαση στα κατεχόμενα χωριά και τις πόλεις μας», 2001 σ. 346)
Όταν το αυτοκίνητο άρχισε να χρησιμοποιείται εκτεταμένα στην Κύπρο, οι προσκυνητές έφθαναν στο μοναστήρι με λεωφορεία, μα και πάλι το ταξίδι ήταν μεγάλο και διαρκούσε δύο-τρεις ημέρες. Στο μοναστήρι μετέβαιναν πολύ τακτικά, μέχρι και το 1974, και πολλοί πιστοί για βαφτίσεις παιδιών.
Μεταξύ των χιλιάδων επισκεπτών του μοναστηριού συγκαταλέγονταν και πολλοί Τουρκοκύπριοι, οι οποίοι σέβονταν τον Άγιο και έφθαναν εκεί από πολλά μέρη της Κύπρου φέρνοντας μαζί τους τα τάματά τους.
Μετά την τουρκική εισβολή του 1974 επιτράπηκε για πρώτη φορά στους εγκλωβισμένους της Καρπασίας να μεταβούν στο μοναστήρι και να παρακολουθήσουν τη λειτουργία, με την ευκαιρία της γιορτής του Αγίου, στις 30 Νοεμβρίου 1978.
Ο Ηγούμενος Κύκκου και ο τότε Οικονόμος της Μονής Κλεόπας Κουρουζίδης επισκέφθηκαν το μοναστήρι για πρώτη φορά μετά την εισβολή στις 30 Νοεμβρίου 1994, ενώ ακριβώς ένα χρόνο αργότερα ηγήθηκαν προσκυνήματος από 40 Καρπασίτες που ταξίδεψαν στον Απόστολο Ανδρέα από τις ελεύθερες περιοχές με λεωφορείο. Εξάλλου, η πρώτη μαζική επίσκεψη στο μοναστήρι, από 600 Ελληνοκύπριους, πραγματοποιήθηκε στις 15 Αυγούστου 1997, μετά από επίμονες ενέργειες της Διαχειριστικής Επιτροπείας της Ιεράς Μονής του Απ. Ανδρέα προς τα Ηνωμένα Έθνη και τις κυβερνήσεις των ΗΠΑ και της Μεγάλης Βρετανίας.
Μετά τη μερική άρση των περιορισμών στη διακίνηση από και προς τα κατεχόμενα από το τουρκικό κατοχικό καθεστώς, τον Απρίλιο 2003, χιλιάδες πιστοί συναθροίζονται στο κατεχόμενο μοναστήρι για να εκφράσουν την πίστη τους στον Άγιο. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι σε καταμέτρηση που έγινε την 1η Μαΐου 2003, από τους 25,800 Ε/Κ που είχαν μεταβεί στα κατεχόμενα οι 24,000 είχαν για προορισμό τους τη Μονή του Αποστόλου Ανδρέα. Επίσης, τρεις ημέρες μετά τη μερική άρση των περιορισμών στη διακίνηση, στις 26 Απριλίου 2003 που ήταν και Μεγάλο Σάββατο, έγινε στο μοναστήρι λειτουργία Αναστάσεως, την οποία κάλυψαν διεθνή τηλεοπτικά δίκτυα.
Κατά τη γιορτή του Αγίου, στις 30 Νοεμβρίου 2004, η Διαχειριστική Επιτροπεία της Μονής μαζί με όλες τις οργανώσεις της κατεχόμενης Καρπασίας διοργάνωσαν, για πρώτη φορά από το 1974, Παγκαρπασικό και Παγκύπριο προσκύνημα στον Απόστολο Ανδρέα, με επικεφαλής τον Επίσκοπο τότε και νυν Μητροπολίτη Κύκκου και Τυλληρίας Νικηφόρο.
Άφιξη Τίμιας Κάρας Απ. Ανδρέα στην Κύπρο – 7 Οκτωβρίου 1967
Η Τίμια Κάρα του Αποστόλου Ανδρέα μεταφέρθηκε στην Κύπρο από την Πάτρα, στις 7 Οκτωβρίου 1967, με την ευκαιρία της εκατονταετηρίδας της ομώνυμης εκκλησίας και εκτέθηκε για μια βδομάδα σε λαϊκό προσκύνημα. Την Κάρα, που συνόδευαν οι Μητροπολίτες Πατρών κ. Κωνσταντίνος, Νίκαιας κ. Γιώργος και Ύδρας κ. Ιερόθεος, παρέλαβε στο λιμάνι Αμμοχώστου ο τότε Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας Αρχιεπίσκοπος Μακάριος, μέσα σε ατμόσφαιρα θρησκευτικής κατάνυξης και υπό τους ψαλμούς της χορωδίας του Πανελλήνιου συλλόγου Ιεροψαλτών και τους ήχους της Φιλαρμονικής του Δήμου Αμμοχώστου.
Σε ομιλία του κατά την τελετή υποδοχής της Τίμιας Κάρας, ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος είπε μεταξύ άλλων τα εξής: «Εις τον χώρον τούτον παρά την αρχαίαν Σαλαμίνα, όπου εγεννήθη και εμαρτύρησεν ο Απόστολος Βαρνάβας, καταγράφεται την στιγμήν αυτήν υπό της Ιστορίας μέγα γεγονός.  Ο ιδρυτής της Εκκλησίας της Κύπρου υποδέχεται τον ιδρυτήν της Εκκλησίας του Βυζαντίου. Ο εις την Σαλαμίνα δια λιθοβολισμού μαρτυρήσας Απόστολος υπαντά τον εις Πάτρας δια σταυρού μαρτυρήσαντα Συναπόστολον. Ο εκ των Εβδομήκοντα Πρώτος, ο Απόστολος Βαρνάβας, υποδέχεται εις την ιδιαιτέραν Αυτού πατρίδα τον εκ των Δώδεκα Πρωτόκλητον, τον Απόστολον Ανδρέα». (Ανακοινωθέν Γ.Τ.Π. 7/10/1967)
Η αυτοκινητοπομπή που συνόδευε την Κάρα μέχρι τη Μονή του Αποστόλου Ανδρέα ακολούθησε συγκεκριμένη διαδρομή διερχόμενη από πολλές κωμοπόλεις και χωριά της Καρπασίας, στα οποία οργανώθηκε παλλαϊκή υποδοχή.
Με την άφιξη της Κάρας στη Μονή στις 8 Οκτωβρίου 1967 τελέστηκε, ενώπιον πολλών χιλιάδων πιστών που κατέφθασαν εκεί από όλη την Κύπρο, Αρχιερατικό Συλλείτουργο, του οποίου προέστη ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος, συμπαραστατούμενος από τα υπόλοιπα μέλη της Ιεράς Συνόδου της Κύπρου και των Μητροπολιτών Πατρών, Νίκαιας και Ύδρας. 
Για το πιο πάνω κείμενο χρησιμοποιήθηκαν οι ακόλουθες πηγές:
·         Καππαής Δ.Χ., «Τα Μοναστήρια της Κύπρου», Λευκωσία 1994
·         Κληρίδης Ν., «Μοναστήρια στην Κύπρο», Λευκωσία 1952
·         Κοκκινóφτας Κ., «Το Μοναστήρι του Αποστόλου Ανδρέα και η Ιερά Μονή Κύκκου», Κυκκώτικα Μελετήματα Α’, Κέντρο Μελετών Ιεράς Μονής Κύκκου, Λευκωσία 1997
·         Κυριαζής Ν.Γ., «Τα Μοναστήρια εν Κύπρω», Τυπογραφείο Π. Χειμωνίδη, Λάρνακα, Δεκ. 1950
·         Παυλίδης Α., «Ανδρέα Αποστόλου μοναστήρι», Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια τόμος Β’, Φιλόκυπρος, Λευκωσία 1985
·         ΠΟΛΙΤΗΣ Εφημερίδα, «Χρονικό», 1 Δεκεμβρίου 2002
·         ΠΟΛΙΤΗΣ Εφημερίδα, «Χρονικό», 14 Φεβρουαρίου 1999
·         Στυλιανού Μ. Θ., «Κατεχόμενα – Μια περιδιάβαση στα κατεχόμενα χωριά και τις πόλεις μας», Λευκωσία 2001
·         Ταουσιάνης Χ.Ν., «Αι εκκλησίαι του Ριζοκαρπάσου», Λευκωσία 1983
·         Τσικνόπουλλος Ι.Π., «Ο Απόστολος Ανδρέας», τυπογραφείο «Αναγέννησις» της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κύπρου, Λευκωσία 1967
·         Μαρτυρία κ. Νίκου Φαλά, Προέδρου Συντονιστικής Επιτροπής Καρπασίας
·         Ανακοινωθέντα Γραφείου Τύπου και Πληροφοριών (7,8/10/1967)
Πηγή: Γραφείο τύπου και Πληροφοριών

Πέμπτη 29 Νοεμβρίου 2012

Ο τελευταίος Άγιος της Κύπρου


Αφιέρωμα στον Άγιο Φιλούμενο

 «Μὴ φοβηθῆτε ἀπὸ τῶν ἀποκτεινόντων τὸ σῶμα,
τὴν δὲ ψυχὴν μὴ δυνάμενων ἀποκτεῖναι

φοβεῖσθε δὲ μᾶλλον τὸν δυνάμενον καὶ ψυχὴν καὶ
σῶμα ἀπολέσαι ἐν γεέννῃ»

(Ματθ. ι΄, 28)

Ο λόγος αυτός του Κυρίου προς τους μαθητές Του εφαρμόστηκε, κατ’ απόλυτο τρόπο, μέτρο και βαθμό και εις τον παρά το Φρέαρ του Ιακώβ μαρτυρικώς τελειωθέντα Αγιοταφίτη Αρχιμανδρίτη Φιλούμενο και νυν πια, επισήμως και κανονικώς, Ιερομάρτυρα και Άγιο της Εκκλησίας μας, γνωστό σ’ όλη την απανταχού της γης, Ορθοδοξία.
Ο Άγιος Φιλούμενος έγινε σκεύος εύχρηστο του Θεού από τη νεότητά του, η οσιακή ζωή και το μαρτυρικό του τέλος στη συνέχεια, τον ανέδειξαν, στη συνείδηση του λαού, ως ένα «Χριστοφόρο, Θεοφόρο και Πνευματοφόρο ήρωα» του πληρώματος της Εκκλησίας.
Ο ζωντανός αυτός φορέας της Χάριτος είναι γέννημα της Αγιοτόκου και μαρτυρικής νήσου Κύπρου. Συγκεκριμένα, ο κατά κόσμον Σοφοκλής γεννήθηκε στη Λευκωσία, στις 15 Οκτωβρίου 1913 και έλκει την καταγωγή του από το χωριό Ορούντα της επαρχίας Μόρφου. Ήταν δίδυμος αδελφός με τον Αλέξανδρο, τον μετέπειτα π. Ελπίδιο και από μικροί διακρίνοντο για την αγάπη τους προς τον Θεό.
Μαθήτευσαν «παρά τους πόδας» της ευσεβέστατης γιαγιάς τους Λωξάντρας, μυηθέντες στα ιερά γράμματα της πίστεως και παράδοσής μας, αποκτώντας έτσι εκκλησιαστική και ορθόδοξη συνείδηση. Η «μύηση» αυτή, ο ιδιαίτερος ζήλος για προσευχή, η τακτική «διατριβή» στους Βίους των Αγίων και ειδικότερα η «αδυναμία» τους στον βίο του Οσίου Ιωάννου του Καλυβίτη, γίνονται οι κινητήριοι οδοδείκτες που επιδρούν και ανάβουν μέσα τους την επιθυμία να ακολουθήσουν τον αγγελικό βίο. Έτσι το 1927, τα δίδυμα αδέλφια, σε ηλικία 14 μόλις ετών, αφού έλαβαν την ευχή του πνευματικού τους, αλλά και των ευλαβών γονέων τους, ανεχώρησαν για το κάστρο του Κυπριακού μοναχισμού, την Ιερά Μονή Σταυροβουνίου.
Παρέμειναν εκεί για 6 περίπου χρόνια και το 1934 έρχονται στα Ιεροσόλυμα, μετά από μεσολάβηση του Έξαρχου του Παναγίου Τάφου, για να φοιτήσουν στο Γυμνάσιο του Πατριαρχείου, ως μαθητές στη Σχολή της Αγίας Σιών.
Η συμπεριφορά, ο χαρακτήρας, το ήθος, η υπακοή, ο ζήλος και η προσήκουσα επιμέλειά τους είναι αξιοθαύμαστη. Πολύ σύντομα, τα δίδυμα αδέλφια ενδύονται το αγγελικό σχήμα και εισέρχονται στις αγκάλες της Αγιοταφιτικής Αδελφότητος. Ο π. Ελπίδιος φεύγει στο Πατριαρχείο Αλεξανδρείας, ακολούθως στην Ελλάδα και καταλήγει στο Άγιο Όρος. Ο π. Φιλούμενος παραμένει στις επάλξεις των Αγίων Τόπων και χειροτονείται διάκονος στις 5 Σεπτεμβρίου του 1937, υπηρετώντας για περισσότερο από ένα χρόνο στη Λαύρα του Αγίου Σάββα και στη συνέχεια στα Πατριαρχικά γραφεία.
Την 1η Νοεμβρίου 1943 δέχεται στο Φρικτό Γολγοθά τον δεύτερο βαθμό της ιεροσύνης και συνεχίζει τη διακονία του ως φροντιστής στο κεντρικό μαγειρείο, ηγούμενος στην Τιβεριάδα, στην Ιόππη, ως διευθυντής του Οικοτροφείου της Πατριαρχικής Σχολής, ηγούμενος στη μονή του Αρχαγγέλου και τυπικάρης στον Πατριαρχικό Ναό του Αγίου Κωνσταντίνου. Ακολούθησε η ηγουμενία του στη μονή της Μεταμορφώσεως στη Ραμάλα, στις μονές του Αγίου Θεοδοσίου και του Προφήτου Ηλιού και τέλος στις 8 Μαΐου 1979 μετατίθεται στον τόπο του μαρτυρίου του, το προσκύνημα του Φρέατος του Ιακώβ.
Παντού, όπου κι αν διακόνησε, η ταπεινή του απλότητα, η διάθεση προσφοράς που τον διέκρινε, η αθόρυβη πνευματική του παρουσία, η αγάπη του για τις ιερές ακολουθίες, αλλά και πάνω απ’ όλα η πατρική και αδιάκριτη φροντίδα του προς όλους, τον έκαναν ιδιαίτερα αγαπητό. Απλός και συμπονετικός. Συγκαταβατικός με τους άλλους και αυστηρός με τον εαυτό του, δεν παρέλειψε ποτέ τα μοναχικά του καθήκοντα και τον προσωπικό του κανόνα. Απέκτησε φήμη εξαιρετικού πνευματικού καθοδηγητή και συμπαραστάτη και τον ευλαβούνταν όλοι, ακόμα και οι αλλόθρησκοι.
Στο τελευταίο του διακόνημα έρχεται αντιμέτωπος με πολλές δυσκολίες. Συχνά τον επισκέπτονταν φανατισμένοι σιωνιστές, ισχυριζόμενοι ότι ο χώρος ήταν Εβραϊκός ιερός τόπος και απαιτούσαν να αποσύρει τους σταυρούς και τις εικόνες από το υπόγειο παρεκκλήσιο του Φρέατος, διότι θεωρούσαν ότι ο τόπος εκείνος τους ανήκε, μιας και ήταν δημιούργημα του Ιακώβ, τον οποίο θεωρούν ως γενάρχη τους. Ο γέροντας, με την πραότητα και την ταπείνωση που τον διέκρινε, προσπαθούσε να μην τους προκαλεί, χωρίς να υποχωρεί βέβαια, αλλά ούτε και να φοβάται τις απειλές τους. Τους επισημαίνει ότι ο χώρος χρησιμοποιείται ως Ορθόδοξος Χριστιανικός ιερός τόπος για δεκαέξι αιώνες πριν δημιουργηθεί το ισραηλινό κράτος, υποδεικνύοντάς τους μάλιστα ότι το πάτωμα του προσκυνήματος είχε κατασκευαστεί από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο πριν από το 331 μ.Χ. και ότι οκτώ αιώνες πριν από αυτό, ο χώρος ήταν στα χέρια των Σαμαρειτών.
Το απόγευμα της 29ης Νοεμβρίου 1979, «άγνωστοι» εισέρχονται στο χώρο του προσκυνήματος, την ώρα που ο Άγιος τελούσε την εσπερινή ακολουθία, εκμεταλλευόμενοι την ισχυρή και χειμαρρώδη νεροποντή της ημέρας, ούτως ώστε να πραγματοποιήσουν το ειδεχθές έγκλημά τους χωρίς να γίνουν αντιληπτοί από κανένα κάτοικο της περιοχής. Επιτίθενται στο γέροντα με τσεκούρι, τον χτυπούν στο πρόσωπο, του αποκόπτουν τα τρία δάκτυλα με τα οποία έκανε το σημείο του Σταυρού και τον κατακρεουργούν άγρια. Στη συνέχεια βεβήλωσαν την εκκλησία, την Αγία Τράπεζα, τα ιερά σκεύη και φεύγοντας από το χώρο έριξαν, εντός του προσκυνήματος, μία χειροβομβίδα για να ολοκληρώσουν το ανόσιο έργο τους.
Το σκήνωμα του αγίου παραδόθηκε στους ορθοδόξους μετά από 6 μέρες και είναι συγκλονιστική η μαρτυρία του π. Σωφρονίου που παρέλαβε το τίμιο λείψανο του μάρτυρα για να το ντύσει και να το ετοιμάσει για την ταφή, ότι διατηρούσε την ευκαμψία του, παρέμεινε ζεστό και εύκαμπτο και «βοήθησε» το Γέροντα Σωφρόνιο για να τον ντύσει. Συγκλονιστική είναι, επίσης, η μαρτυρία του κατά σάρκα αδελφού του π. Ελπιδίου, που αν και μίλια μακριά, άκουσε τη φωνή του π. Φιλουμένου να του λέγει: «Αδελφέ μου με σκοτώνουν προς δόξα Θεού. Σε παρακαλώ μην αγανακτήσεις».
Ο άγιος ετάφη στο κοιμητήριο της Αγίας Σιών και μετά από τέσσερα χρόνια στην ανακομιδή των ιερών του λειψάνων, το σώμα του βρέθηκε άφθαρτο και ευωδίαζε. Τότε, έκλεισαν τον τάφο και τον ξανάνοιξαν τα Χριστούγεννα του 1984, οπότε το ιερό σκήνος διατηρούσε μερική αφθαρσία και το τοποθέτησαν σε γυάλινη λειψανοθήκη στο βόρειο τμήμα του ιερού βήματος, στο ναό της Αγίας Σιών.
O ιερομάρτυς Φιλούμενος, 30 χρόνια μετά το μαρτύριό του, συγκαταλέχθηκε μεταξύ των αγίων της Εκκλησίας των Ιεροσολύμων. Η Εκκλησία τον τιμά ως άγιο στις 29 Νοεμβρίου και το ευωδιάζον και θαυματουργό σκήνωμά του βρίσκεται εντός του νέου τρισυπόστατου μεγαλοπρεπούς ιερού ναού που χτίστηκε στο Φρέαρ του Ιακώβ, επ’ ονόματι της Αγίας Φωτεινής της Σαμαρείτιδος, του Αγίου Φιλουμένου και του αγίου Ιουστίνου. Κτίτωρ του νέου αυτού ναού είναι ο Αρχιμανδρίτης π. Ιουστίνος, στον οποίο ο Άγιος Φιλούμενος εμφανίζεται συχνά και τον προστατεύει από τις επιθέσεις των φανατικών Εβραίων, που συνεχίζονται.
Σεμνύνεται και δικαίως καυχάται η Σιωνίτης Εκκλησία για το γεγονός ότι στους εσχάτους τούτους χρόνους, τους οποίους διερχόμαστε και παρά την μαστίζουσα αυτή λειψανδρία, γεννά και σήμερα αγίους και μάρτυρας.
Το μαρτύριο και η παρουσία του Νέου Ιερομάρτυρος Φιλουμένου επισφραγίζει «την μαρτυρίαν Ιησού Χριστού» στις μέρες μας, καταδεικνύει το αμετάβλητο της κλήσεως του Χριστού μέσα από τους αιώνες και μας καλεί να αντισταθούμε στον ανατρεπτικό άνεμο της ολιγοπιστίας, της αμφιβολίας και των ποικιλώνυμων αναστατώσεων.
Λουκάς Α. Παναγιώτου

Δευτέρα 26 Νοεμβρίου 2012

Καρπασίας Χριστοφόρος: «Όλοι είμαστε Θεοφόροι»

Παρουσία πλήθους πιστών, τιμώντων την μνήμη του οσίου και Θεοφόρου πατρός ημών Στυλιανού του Παφλαγόνος, τελέσθηκε χθες το βράδυ και σήμερα το πρωί στον Ενοριακό ιερό ναό του Αγίου Στυλιανού στον Προσφυγικό Οικισμό Άσπρες, στη Λευκωσία, ο Εσπερινός και η Πανηγυρική Θεία Λειτουργία.
Στον Μέγα Πανηγυρικό Αρχιερατικό Εσπερινό χοροστάτησε ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Χρυσόστομος, ενώ ανήμερα της εορτής τελέσθηκε ο Όρθρος και η Αρχιερατική Θεία Λειτουργία, προεξάρχοντος του Θεοφιλεστάτου Επισκόπου Καρπασίας Χριστοφόρου, ο οποίος ανέλαβε και την διακονία του λόγου.
«Όταν γιορτάζουμε την μνήμη ενός αγίου, όπως γιορτάζουμε σήμερα την μνήμη του οσίου και Θεοφόρου πατρός ημών Στυλιανού, μπροστά μας παρουσιάζεται μία ταυτότητα», ανέφερε στο κήρυγμα του ο Επίσκοπος Καρπασίας.
«Ενώπιον μας έχουμε ένα Θεοφόρο. Ένα άνθρωπο, ο οποίος έφερε την ίδια φύση με την δική μας και μέσα από την ασκητική, πνευματική, μυστηριακή ζωή κατέστη Θεοφόρος. Έφερε δηλαδή ενεργά μέσα του την Χάρη, την ενέργεια, την λάμψη, το φως του Θεού», είπε.
«Ένας χριστιανός για να ολοκληρωθεί και να σωθεί πρέπει να είναι Θεοφόρος», πρόσθεσε, για να υποστηρίξει ότι «όλοι είμαστε Θεοφόροι» και να εξήγησε στην συνέχεια γιατί είμαστε Θεοφόροι, καθώς και ποια η διαφορά μας από τους αγίους.
«Από την στιγμή που βαπτιζόμαστε και δεχόμαστε μέσα μας την χάρη του Αγίου Πνεύματος και ενδυόμαστε τον Χριστό γινόμαστε Θεοφόροι. Μέσα μας, δηλαδή, φέρουμε πραγματικά, οντολογικά, κυριολεκτικά την ίδια την Χάρη και τον ίδιο τον Θεό μέσα μας».
Ο Θεοφιλέστατος τόνισε ότι «όταν κοινωνούμε το σώμα και το αίμα του Χριστού και ενωνόμαστε μυστηριακά με τον Θεό, φέρουμε μέσα μας τον Θεό. Ο απόστολος Παύλος, μάλιστα, λέει ότι γινόμαστε «σύναιμοι και σύσσωμοι τω Χριστώ», οπότε ο καθένας από μας φέρει τον Θεό μέσα του, από την στιγμή που ενσωματώνεται στο σώμα της Εκκλησίας».
Αναφερόμενος στην διαφορά μας με τους αγίους, ο Καρπασίας Χριστοφόρος, υπογράμμισε πως «οι άγιοι είχαν κατανοήσει, είχαν συνειδητοποιήσει αυτή την πραγματικότητα, ότι ήταν ενωμένοι με τον Θεό, ότι βρισκόντουσαν σε κοινωνία με το Θεό και αγωνίζοντο σε όλη τους την ζωή να διαφυλάξουν και να αυξήσουν αυτή την Χάρη. Το έργο των χριστιανών, από την ώρα που βαπτίζονται και μετά, είναι αυτός ο αγώνας να κρατήσει και να διαφυλάξει, δια της τηρήσεως των εντολών του Χριστού, δια της πνευματικής και μυστηριακής ζωής αυτή την Χάρη την οποία του έδωσε δωρεάν ο Θεός και μπήκε μέσα του».
Μίλησε, επίσης, για τα τρία στάδια, τα τρία πνευματικά επίπεδα, για τα οποία μιλούν οι Πατέρες και τα οποία πρέπει να περνά καθημερινά ο άνθρωπος μέχρι την ημέρα του θανάτου του. Το πρώτο στάδιο είναι το στάδιο της καθάρσεως, το δεύτερο στάδιο είναι ο φωτισμός και όταν φωτιστεί ο άνθρωπος φθάνει στο τρίτο στάδιο που είναι η θέωση.
«Το πρώτο πράγμα που πρέπει να συνειδητοποιήσουμε», επεσήμανε ο Θεοφιλέστατος, «είναι ότι κατέχουμε, έχουμε, ζούμε, βιώνουμε μέσα στην καρδιά μας από την ημέρα του βαπτίσματος μας την Χάρη του Θεού και είμαστε Θεοφόροι. Αυτή είναι η ταυτότητα μας ως ορθοδόξων χριστιανών. Το δεύτερο είναι πρέπει να διατηρήσουμε και να αυξήσουμε αυτή την Χάρη και αυτή την Χάρη την αυξάνουμε και την διατηρούμε με την όλη ζωή που κάνουμε μέσα στην Εκκλησία και κυρίως με την κάθαρση, τον φωτισμό και την θέωση».
«Αυτή ήταν η ζωή και του αγίου Στυλιανού, του οποίου τιμούμε σήμερα την μνήμη και έρχεται η Εκκλησία τον βάζει εκεί στο κέντρο για να μας υποδείξει πως και εμείς να ζήσουμε για να φθάσουμε στην ίδια πνευματική κατάσταση με αυτόν και εύχομαι δια πρεσβειών του αγίου Στυλιανού να μας αξιώσει ο Θεός», κατέληξε.
Λουκάς Α. Παναγιώτου

Προσκύνημα στους Αγίους Τόπους


Ιδιαίτερη επιτυχία σημείωσε η προσκυνηματική θεωρία των 43 προσκυνητών της ενορίας του Μητροπολιτικού Ναού Αγίου Γεωργίου Παραλιμνίου στους Αγίους Τόπους. Κατάνυξη και δάκρυα συγκινήσεως ήταν τα κυρίαρχα αισθήματα που επικράτησαν όλες τις ημέρες της ιεράς οδοιπορίας στην Αγία Γη των Ιεροσολύμων.
Δοξολογία και Ευχαριστία προσέφεραν οι προσκυνητές στον Άγιο Τριαδικό Θεό, που τους αξίωσε να περπατήσουν σε τόπους Θεοβάδιστους, σε μέρη όπου «έστησαν οι πόδες του Κυρίου».
Αντίκρισαν σαν τους μάγους το άστρο της Βηθλεέμ, εκεί στο ταπεινό σπήλαιο, όπου οι εκδρομείς κατέβηκαν λιτανευτικά, ψάλλοντας το « Δεύτε ίδωμεν πιστοί που εγεννήθη ο Χριστός».
Ψηλάφησαν με τα χέρια τους και προσκύνησαν με τα χείλη τους το φρικτό βράχο του Γολγοθά, εκεί όπου ο Κύριος έχυσε το αίμα Του υπέρ της του κόσμου ζωής και σωτηρίας.
Αξέχαστες λατρευτικές στιγμές, θεία νοσταλγία, ατελείωτη δοξολογία, βίωση Αναστασίμου Πανηγύρεως και χαράς, πλημμύρισμα καρδιάς, πρόγευση Ουρανού.
Όλα αυτά μέσα στον Πανίερο Ναό της Αναστάσεως και μπροστά στο Ιερό Κουβούκλιο του Παναγίου και Ζωοδόχου Τάφου. Οι ημέρες κυλούσαν και οι προσκυνητές ζούσαν μοναδικές στιγμές. Αγαπούσαν τους Αγίους Τόπους κάθε μέρα και περισσότερο.
Στιγμές και γεγονότα που σίγουρα έμειναν ανεξίτηλα στη μνήμη και την καρδιά των προσκυνητών, οι οποίοι πραγματικά άλλαξαν διάθεση, υπέστησαν την καλή αλλοίωση και άφησαν την καρδιά τους στους Αγίους Τόπους. Κι αυτό, γιατί απέκτησαν Θείες, πνευματικές εμπειρίες κατά τη σύντομη αυτή προσκυνηματική θεωρία τους.
Έμπλεοι χαράς και ιεράς συγκινήσεως, όλοι οι προσκυνητές των Αγίων Τόπων, αναχώρησαν από την Αγία Γη, πλουσιότεροι πνευματικά και σίγουρα ανανεωμένοι με τη Χάρη του Χριστού μας, αλλά και πολύ ενδυναμωμένοι από τα Πανάγια Προσκυνήματα και από τους ενισχυτικούς λόγους του Πατριάρχου και των Αγιοταφιτών Πατέρων, που μέσα σε τόσο δύσκολους καιρούς, συνεχίζουν να δίνουν μαρτυρία Πίστεως, Ορθοδόξου ζωής και ασκήσεως, σε έναν τόπο, όπου οι άνθρωποι ακόμη και σήμερα αρνούνται και αμφισβητούν το πρόσωπο του Χριστού, κι ας στέκεται δίπλα τους κι ας τους φωνάζει: «Εγώ ειμί ο λαλών σοι» και «είσελθε εις την χαράν του Κυρίου σου».

Πέμπτη 22 Νοεμβρίου 2012

Μια συγκλονιστική ιστορία - θαύμα στην Αίγυπτο


Σύμφωνα με είδηση την οποία μετέδωσε το εθνικό αιγυπτιακό κανάλι και έχει πάρει τεράστιες διαστάσεις ένας Μουσουλμάνος στην Αίγυπτο σκότωσε τη γυναίκα του και την έθαψε μαζί με τα δύο ανήλικα κοριτσάκια τους καταγγέλλοντας στην αστυνομία ότι τα κορίτσια τα σκότωσε ένας θείος τους. Μετά από 15 μέρες πέθανε ένα άλλο μέλος από την ίδια οικογένεια και οι δικοί του αποφάσισαν να τοποθετήσουν τη σορό στον τάφο όπου βρισκόταν η μητέρα και τα δύο κοριτσάκια. Όταν άνοιξαν τον τάφο για την κηδεία, οι παρευρισκόμενοι δεν πίστευαν στα μάτια και στα αυτιά τους: βρήκαν κάτω από το χώμα τα δύο κοριτσάκια ζωντανά!
Το εκπληκτικό γεγονός διαδόθηκε σαν αστραπή σ’ όλη τη χώρα και ο πατέρας των παιδιών ετοιμάστηκε για τη θανατική ποινή. Όπως ήταν φυσικό, οι ερωτήσεις έπεσαν βροχή πάνω στο μεγαλύτερο παιδί προκειμένου να τους διαφωτίσει για το πώς επέζησαν.
- «Ένας άνδρας, ο οποίος φορούσε λευκά ρούχα που έλαμπαν σαν τον ήλιο, με χέρια ματωμένα από πληγές, ερχόταν και μας έδινε φαγητό», ήταν η απάντηση της μικρής. Ακόμη, «ο άνθρωπος αυτός ξυπνούσε και τη μαμά μου για να περιποιηθεί την αδελφή μου».
Το εθνικό αιγυπτιακό κανάλι, το οποίο πήρε τη συνέντευξη, μετάδωσε μέσω της (μουσουλμάνας) δημοσιογράφου: «Ο άνδρας αυτός δε μπορεί να ήταν άλλος από τον ΙΗΣΟΥ, διότι κανείς άλλος δεν κάνει τέτοιου είδους πράγματα!».
Μπορεί μεν οι μουσουλμάνοι να δέχονται ότι ο «ISA» (Ιησούς) τα έκανε όλα αυτά, αλλά οι πληγές δείχνουν ότι πραγματικά σταυρώθηκε, όπως επίσης είναι ξεκάθαρο ότι ο Ιησούς ζει. Εξάλλου, κανείς δε διανοήθηκε να μη βασιστεί στα λόγια του κοριτσιού, γιατί ούτε αυτή ούτε η αδελφούλα του θα ήταν δυνατό να επιζήσουν αν δε συνέβαινε ένα πραγματικό θαύμα.
Οι ηγέτες των μουσουλμάνων βρίσκονται αντιμέτωποι μ’ ένα αδιέξοδο, καθώς ούτε την αυθεντικότητα του θαύματος μπορούν να αμφισβητήσουν ούτε και να περιορίσουν την έκταση που πήρε η δημοσιότητα της όλης ιστορίας.

Τετάρτη 21 Νοεμβρίου 2012

Ιερά Μονή Μαχαιρά

Η Ιερά, Βασιλική και Σταυροπηγιακή Μονή της Παναγίας του Μαχαιρά, βρίσκεται στο ανατολικό άκρο της οροσειράς του Τροόδους κοντά στην κορυφή Κιόνια (1423 μ), σε υψόμετρο 870 μέτρων. Είναι κτισμένη σε μια όμορφη, κατάφυτη από πεύκα βουνοπλαγιά, που καταλήγει στον χείμαρρο Πεδιαίο. Ονομάζεται βασιλική γιατί κτίσθηκε με βασιλική βοήθεια, και σταυροπηγιακή, γιατί κατέστη εκκλησιαστικά αυτοδιοίκητη, πράγμα το οποίο συμβολίζεται με την τοποθέτηση σταυρού στα θεμέλιά της. Η Μονή είναι αφιερωμένη στην Παναγία και πανηγυρίζει στα Εισόδια της Θεοτόκου στις 21 Νοεμβρίου.
Σύμφωνα με μια προφορική παράδοση, κατά τον καιρό της Εικονομαχίας (716-843 μ.Χ.) ένας ασκητής έφερε στην Κύπρο από την Κωνσταντινούπολη την εικόνα της Παναγίας της Αγιοσορίτισσας, και εγκαταστάθηκε σε μια σπηλιά στην τοποθεσία που βρίσκεται σήμερα το μοναστήρι. Αυτή η εικόνα θεωρείται μία από τις 70 εικόνες της Παναγίας που αγιογράφησε ο απόστολος Λουκάς και τον τότε καιρό βρισκόταν πάνω από την Αγία Σορό, δηλαδή την αγία Εσθήτα (φόρεμα) και την αγία Ζώνη της Θεοτόκου, στον ναό της Παναγίας στις Βλαχέρνες. Αυτό ενισχύεται από την επιγραφή «Αγιοσορίτισσα» πάνω στην εικόνα, η οποία μεταλλάχθηκε αργότερα σε «Μαχαιριώτισσα». Μετά την κοίμηση του ασκητού η εικόνα ξεχάστηκε και βάτοι κάλυψαν την είσοδο της σπηλιάς μέχρι τον 12ο αιώνα, όταν η Παναγία με θαυματουργικό τρόπο έδωσε ένα μαχαίρι στους οσίους ασκητές Νεόφυτο και Ιγνάτιο, για να κόψουν τους βάτους και έτσι να βρουν την εικόνα.
Όταν ο όσιος Νεόφυτος κοιμήθηκε, κοντά στον Ιγνάτιο προσήλθε ένας άλλος γηραιός μοναχός, ο Προκόπιος. Οι δύο αυτοί πατέρες αποφάσισαν, όταν η αδελφότητα έγινε πολυπληθής, να ανεγείρουν μοναστήρι, το οποίο θα λειτουργούσε σύμφωνα με το κοινοβιακό πρότυπο που ακολουθούσαν τα μεγάλα μοναστικά κέντρα της εποχής. Για τον λόγο αυτό μετέβησαν στην Κωνσταντινούπολη, όπου συνάντησαν τον αυτοκράτορα Μανουήλ Κομνηνό (1143-1180 μ.Χ.) και του εξέθεσαν την επιθυμία τους. Ο φιλόχριστος αυτοκράτορας όχι μόνο τους χορήγησε τα απαραίτητα χρήματα, αλλά επίσης δώρησε στο νέο μοναστήρι το όρος στο οποίο θα ανεγειρόταν μαζί με την γύρω περιοχή, έδωσε σ’ αυτό το Σταυροπήγιο και το προνόμιο να είναι η Μονή ελεύθερη και αφορολόγητη τόσο από το δημόσιο όσο και από ιδιώτες. Αυτά τα προνόμια αργότερα κατοχυρώθηκαν και από τους αυτοκράτορες Ισαάκιο και Αλέξιο της δυναστείας των Αγγέλων.
Ο Άγιος Ιγνάτιος με γραπτή διάταξη άφησε διάδοχό του τον Άγιο Νείλο που είναι και ο πρώτος ενθρονισμένος ηγούμενος του κοινοβίου. Ο Άγιος Νείλος το 1201 έγραψε Τυπική Διάταξη, δηλαδή κανόνες που ρυθμίζουν τον μοναχικό βίο και την ομαλή λειτουργία του κοινοβίου, η οποία σώζεται μέχρι σήμερα, και από την οποία αντλούνται όλες οι πληροφορίες για την ίδρυση της Μονής. Εξελέγη επίσκοπος Ταμασού το 1209 αφήνοντας διάδοχο και νέο ηγούμενο τον Ιωακείμ, ενώ πολύ πιθανόν να έγινε και αρχιεπίσκοπος Κύπρου μεταξύ των ετών 1215-1221. Ως επίσκοπος Ταμασού επεκύρωσε την Διάταξη που έγραψε ως ηγούμενος και ίδρυσε γυναικείο μοναστήρι αφιερωμένο στην Θεοτόκο, το οποίο ονόμασε Βλαχερνίτισσα. Η μνήμη των ιδρυτών της Μονής Μαχαιρά Νεοφύτου, Ιγνατίου, Προκοπίου και Νείλου εορτάζεται στις 13 Δεκεμβρίου.
Καθώς τα χρόνια κυλούν, η Κύπρος καταλαμβάνεται από εξωτερικούς κατακτητές. Την περίοδο του Βυζαντίου διαδέχεται η περίοδος της Λατινοκρατίας (1192-1571) με πρώτους τους Φράγκους και έπειτα τους Ενετούς. Αυτή η περίοδος ήταν για τον λαό και την Εκκλησία της Κύπρου ιδιαίτερα δύσκολη. Οι Φράγκοι κατακτητές, δεν αρκέστηκαν μόνο στο να υποβιβάσουν τους Κυπρίους στην τάξη των δουλοπαροίκων, αλλά προσπάθησαν να τους υποδουλώσουν και πνευματικά. Ίδρυσαν Λατινική Εκκλησία στην Κύπρο και εξαπέλυσαν κατά μέτωπο επίθεση εναντίον της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ιδιαίτερα έπληξαν τα μοναστήρια, των οποίων περιόρισαν τον αριθμό των μοναχών, αλλά και παρενέβαιναν στην εσωτερική τους λειτουργία. Στις προσπάθειες αυτές αντιτάχθηκε σθεναρά ο Κυπριακός κλήρος.
Το 1231 η Μονή προσέφερε στην Εκκλησία δύο οσιομάρτυρες, τους αγίους Γεράσιμο και Γεννάδιο οι οποίοι, μαζί με άλλους ένδεκα μοναχούς της Μονής της Παναγίας της Καντάρας θανατώθηκαν από τους Λατίνους κατακτητές, υπερασπιζόμενοι την αγία πίστη της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Μετά από τριετή φυλάκιση και φρικτές κακουχίες, αφού πρώτα τους έσυραν στην κοίτη του ποταμού Πεδιαίου δεμένους πίσω από άλογα μέχρι που κατεκόπησαν οι σάρκες τους από τις πέτρες, έπειτα έκαψαν ό,τι απέμεινε από τα σώματά τους. Η μνήμη τους τιμάται στις 19 Μαΐου, ημέρα του μαρτυρίου τους.
Κατά την περίοδο αυτή, και συγκεκριμένα το έτος 1357, ο χρονογράφος Λεόντιος Μαχαιράς αναφέρει ότι η τότε βασίλισσα Αλίς αποπειράθηκε να εισέλθει στον ναό της Μονής. ΟΌσιος Νείλος στην Τυπική του Διάταξη ορίζει το μοναστήρι να είναι άβατο για τις γυναίκες. Αυτός ο θεσμός διατηρήθηκε για 150 τουλάχιστον χρόνια από την ίδρυσή του. Ηβασίλισσα λοιπόν, παραβαίνοντας το άβατο, τιμωρήθηκε παραδειγματικά από την Παναγία χάνοντας αμέσως την φωνή της και μένοντας βωβή για τρία χρόνια. Η περίοδος της Λατινοκρατίας τελειώνει με την κατάληψη της νήσου από τους Τούρκους. Οι Τούρκοι κατείχαν το νησί για τρεις αιώνες (1571-1878) και αυτή η περίοδος ήταν εξ ίσου δύσκολη με αυτή των Λατίνων κατακτητών, με εξαίρεση το ότι η Εκκλησία της Κύπρου ανέκτησε ξανά την ανεξαρτησία της. Η απάνθρωπη όμως συμπεριφορά και η φοβερή εκμετάλλευση των Τούρκων αξιωματούχων, οδήγησε τον λαό σε πολύ δύσκολη κατάσταση. Η Μονή της Παναγίας του Μαχαιρά συνέχισε την προσφορά της και σε αυτή την περίοδο ως πνευματική και εθνική εστία, και διεδραμάτισε σπουδαίο ρόλο, μαζί με τα υπόλοιπα μοναστήρια, στο να ανασχεθεί το κύμα εξισλαμισμού και να διασωθεί η χριστιανική και η ελληνική ταυτότητα των Κυπρίων υποδούλων. Στο μοναστήρι λειτουργούσε σχολείο, στο οποίο καλλιεργούνταν τα γράμματα, οι τέχνες, η εκκλησιαστική μουσική κ.ά. Στην ανάπτυξη της παιδείας συνέβαλε επίσης με την παραχώρηση γης για την ίδρυση της πρώτης Ελληνικής Σχολής, του Παγκυπρίου Γυμνασίου στην Λευκωσία, την ίδρυση εκπαιδευτηρίων σε όλο το νησί και για την ανέγερση λεπροκομείου.
Στα δύσκολα αυτά και θλιβερά χρόνια της Τουρκοκρατίας, η Μονή Μαχαιρά ανέδειξε ένα από τα μεγάλα αναστήματα της Εκκλησίας της Κύπρου στους τελευταίους αιώνες, τον εθνοιερομάρτυρα Αρχιεπίσκοπο Κύπρου άγιο Κυπριανό, γέννημα αλλά συγχρόνως και καύχημα της Μονής. Γεννήθηκε το 1756 στον Στρόβολο και σε νεαρή ηλικία έγινε μοναχός στην Μονή Μαχαιρά, όπου έμαθε και τα πρώτα του γράμματα. Διακόνησε στην Μονή αρκετά χρόνια και βοήθησε στη διεκπεραίωση υποθέσεών της στο εξωτερικό. Το 1810 χειροτονήθηκε αρχιεπίσκοπος. Μεταξύ των πολλών ευεργεσιών του προς την Μονή ήταν και η ανέγερση του μετοχίου Άγιος Ελευθέριος στην Λευκωσία. Η προσφορά του, γενικά, στην Εκκλησία και το Έθνος ήταν πολύ μεγάλη. Η άρνησή του τόσο να εγκαταλείψει την Κύπρο, όσο και να αλλαξοπιστήσει, προκειμένου να σωθεί, και ο μαρτυρικός του θάνατος από τους Τούρκους στις 9 Ιουλίου 1821, υπήρξαν ζωντανό παράδειγμα προς τους Χριστιανούς, και τους ενεδυνάμωσαν ώστε να μην αρνηθούν την πίστη τους, αλλά να υπομείνουν τα δεινά της σκλαβιάς.
Τους Τούρκους κατακτητές διαδέχθηκαν οι Αγγλοι αποικιοκράτες, όταν οι τελευταίοι αγόρασαν από τους πρώτους το νησί, κατά το έτος 1878. Λίγα χρόνια μετά, το 1892, η Ιερά Μονή Μαχαιρά για δεύτερη φορά καταστράφηκε τελείως από πυρκαϊά – η πρώτη έλαβε χώρα το 1530. Η ανέγερση εκ βάθρων τελείωσε το 1900.
Κατ΄ αυτή την περίοδο η Μονή συνδέθηκε με τον απελευθερωτικό αγώνα εξ αιτίας του υπαρχηγού της ΕΟΚΑ Γρηγόρη Αυξεντίου, ο οποίος συχνά έβρισκε καταφύγιο στους χώρους της. Όμως, κατόπιν προδοσίας εντοπίσθηκε στο κρησφύγετό του, το οποίο βρίσκεται κοντά στο μοναστήρι. Μετά από πολύωρη μάχη, αφού έχασαν οι Άγγλοι κάθε ελπίδα να τον συλλάβουν ζωντανό, από ελικόπτερο περιέλουσαν το κρησφύγετο με βενζίνη και τον έκαψαν ζωντανό στις 3 Μαρτίου 1957.
Μετά την ανεξαρτησία της νήσου μας, η Μονή πέρασε δύσκολες στιγμές, οικονομικές και πνευματικές. Όταν ανέλαβε την ηγουμενία ο αρχιμανδρίτης Παύλος, μετέπειτα μητροπολίτης Κυρηνείας, έθεσε τα θεμέλια για την πνευματική ανύψωση της Μονής στην μικράς διαρκείας περίοδο στην οποία ηγουμένευσε. Η διαδοχή στην ηγουμενία του αγιορείτη ιερομονάχου Αθανασίου (1993) σημάδεψε την σύγχρονη ιστορία της Μονής και απετέλεσε σημαντικό σταθμό. Ο νέος ηγούμενος ανεκαίνισε εξ ολοκλήρου την Μονή, κτιριακά και πνευματικά, μετατρέποντάς την σε κοινόβιο κατά τα παραδοσιακά μοναστηριακά πρότυπα των αρχαίων κοινοβίων, τα οποία διασώθηκαν διά μέσου των αιώνων στο Άγιον Όρος. Ανεγέρθηκαν καινούργιοι ναοί και παρεκκλήσια, δημιουργήθηκαν νέοι χώροι για φιλοξενία, για διακονήματα, το σκευοφυλάκιο κ.ά. Μετά την εκλογή του π. Αθανασίου σε Μητροπολίτη Λεμεσού το 1999, τον διαδέχθηκε ως ηγούμενος ο αρχιμανδρίτης Αρσένιος, ο οποίος συνέχισε το έργο του προκατόχου του. Βρήκε όμως απρόσμενο θάνατο μαζί με τον Πατριάρχη Αλεξανδρείας Πέτρο, επίσης πνευματικό τέκνο της Μονής, όταν το ελικόπτερο στο οποίο επέβαιναν συντρίβηκε στην θάλασσα στις 11 Σεπτεμβρίου 2004. Σήμερα η αδελφότητα αριθμεί 26 μοναχούς με ηγούμενο τον Θεοφιλέστατο Επίσκοπο Λήδρας κ. Επιφάνιο.


Πέμπτη 15 Νοεμβρίου 2012

Εισφορά ρωσικής εταιρείας στην Εκκλησία της Κύπρου για σίτιση άπορων παιδιών


Τον Πρέσβη της Ρωσικής Ομοσπονδίας στην Κύπρο κ. Vyacheslav Shumskiy δέχθηκε, σήμερα το πρωί, στο Γραφείο του, στην Ιερά Αρχιεπισκοπή, ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου κ. Χρυσόστομος.
Ο Πρέσβης της Ρωσίας αφού εξέφρασε προς τον  Αρχιεπίσκοπο Κύπρου τις ευχές του ιδίου και του ρωσικού λαού, με την ευκαιρία των ονομαστηρίων του, επέδωσε στην συνέχεια, επιταγή χρηματικής αξίας 20.000 ευρώ, ως δωρεά Ρώσων επιχειρηματιών που δραστηριοποιούνται στην Κύπρο, για στήριξη των οικονομικά απόρων μαθητών.
Ο Μακαριώτατος, δέχθηκε με πολλή χαρά τον κύριο Πρέσβη καθώς και τον εκπρόσωπο της εταιρείας Wargaming που εισέφερε τα χρήματα και εξέφρασε με συγκίνηση τις ευχαριστίες του για την ευγενική χειρονομία των ρώσων που διαμένουν στην Κύπρο να στηρίξουν οικονομικά, μέσω της Εκκλησίας, τους μαθητές που χρειάζονται συμπαράσταση και φροντίδα, ειδικά ενόψει των γιορτών των Χριστουγέννων.
Παραλαμβάνοντας την επιταγή, ο Αρχιεπίσκοπος είπε πως «όντως υπάρχει πρόβλημα» και πως «στόχος της Εκκλησίας είναι κανένα παιδί να μην πεινάσει, αλλά και ευρύτερα κανείς Κύπριος να μην πεινάσει γιατί είναι απαράδεκτο τον 21ο αιώνα να υπάρχουν άνθρωποι που να πεινούν».
«Είναι συγκινητική αυτή η πρωτοβουλία που έχετε αναπτύξει. Είναι γνωστή η εταιρεία αυτή, είναι κοντά στην Εκκλησία. Μας βοήθησε και σε άλλες περιπτώσεις και δράττομαι της ευκαιρίας να ευχαριστήσω και εσάς ως εκπρόσωπος της ρωσικής Κυβέρνησης στην Κύπρο αλλά και την εταιρεία για τη φιλανθρωπία που ασκεί ευκαίρως ακαίρως», είπε ο Αρχιεπίσκοπος.
Ο Πρέσβης της Ρωσίας ανέφερε ότι «αισθανθήκαμε πως ήταν ευθύνη μας να βοηθήσουμε με κάθε δυνατό τρόπο που μπορούμε και έτσι έκανα έκκληση στη ρωσική επιχειρηματική κοινότητα της Κύπρου και τους ζήτησα να βοηθήσουν με οποιονδήποτε τρόπο. Η ανταπόκριση ήταν πολύ καλή. Πρόσφεραν τη βοήθειά τους και είμαι πολύ χαρούμενος να αναφέρω πως η πρώτη εταιρεία που ανταποκρίθηκε στην έκκλησή μου ήταν η εταιρεία Wargaming που έχει την έδρα της εδώ».
Ο κ. Shumskiy πρόσθεσε ακόμη ότι «με αυτή την εισφορά βοηθούμε τα παιδία τις παραμονές των Χριστουγέννων γιατί γνωρίζουμε πως αυτές είναι οι διακοπές που αρέσουν περισσότερο στα παιδιά».
«Δεν θέλομε κανένα παιδί στην Κύπρο να νιώθει μειονεκτικά κατά τη διάρκεια αυτών των γιορτών και για αυτό δώσαμε αυτή την εισφορά στην Εκκλησία για να συμβάλουμε στις προσπάθειές τους για σίτιση των παιδιών», υπογράμμισε.
Λουκάς Α. Παναγιώτου

Κύπρου Χρυσόστομος: Όχι στην αναγνώριση του ψευδοκράτους


«Δεν υπάρχει χέρι στην Κύπρο που να υπογράψει και να αποκτήσει κρατική υπόσταση το ψευδοκράτος του Ντενκτάς», δήλωσε σήμερα ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Χρυσόστομος με αφορμή την επέτειο της ανακήρυξης του ψευδοκράτους.
Χαρακτήρισε, μάλιστα, τη σημερινή ημέρα «αποφράδα» και τόνισε ότι «το ψευδοκράτος που ανακήρυξε ο Ντενκτάς ευτυχώς μέχρι σήμερα παραμένει ψευδοκράτος και θέλω να πιστεύω ότι θα μείνει ψευδοκράτος».
«Δεν με φοβίζει η αναγνώριση από οποιονδήποτε. Εάν εμείς δεν το αναγνωρίσουμε, θα είναι πάντοτε ψευδοκράτος και κράτος επίσημο θα είναι η Κυπριακή Δημοκρατία, την οποία προσπάθησαν μέσα στο χρόνο πολλές φορές να διαλύσουν οι Τούρκοι αλλά δεν τα κατάφεραν και πιστεύω ότι δεν θα τα καταφέρουν και αυτό αργά ή γρήγορα θα τους προσγειώσει», πρόσθεσε.
Ο Μακαριώτατος αναφέρθηκε και στην στάση της Τουρκίας και ειδικότερα στην «επηρμένη», όπως την χαρακτήρισε, στάση του Τούρκου Πρωθυπουργού και του Υπουργού Εξωτερικών της Τουρκίας «που δεν τους αφήνει να προσγειωθούν, να καταλάβουν τα λάθη τους και να δώσουν μια σωστή λύση σε αυτό το νησί, σε αυτό το λαό, ούτως ώστε να ζήσουμε ευτυχισμένοι όλοι μας εδώ, οι νόμιμοι κάτοικοι, και Έλληνες και Τούρκοι και Αρμένιοι και Μαρωνίτες και οι πάντες».
Ο Κύπρου Χρυσόστομος υπογράμμισε επίσης ότι «το μεγαλύτερό μας όπλο είναι η κρατική μας υπόσταση που πρέπει να την φυλάξουμε ως κόρην οφθαλμού».
«Ασφαλώς έχει πολλούς που θέλουν την αναγνώριση, θέλουν λύση δυο κρατών αλλά δεν πιστεύω ότι θα βρεθεί κυβέρνηση που θα υπογράψει τέτοια συμφωνία», υπογράμμισε απαντώντας σε σχετικό ερώτημα των εκπροσώπων των μέσων ενημέρωσης.
«Κανένα κόμμα, κανένας επίσημος μέχρι τώρα δεν έχει τέτοιαν άποψη και πιστεύω ότι ποτέ δεν πρόκειται να πάρει κρατική υπόσταση. Θα μείνει ψευδοκράτος και το ξέρουν πολύ καλά οι Τούρκοι», κατέληξε. 
Λουκάς Α. Παναγιώτου