Δύο
χιλιόμετρα ανατολικά της κοινότητας του Ακρωτηρίου και νοτιοανατολικά της
Αλυκής με τους πολυπληθείς φτερωτούς επισκέπτες της ιδιαίτερα κατά τους
χειμερινούς και ανοιξιάτικους μήνες, πολύ κοντά στο ακρωτήρι των Γάτων, που
παλαιότερα ονομαζόταν «Κουριάς», ανάμεσα σε ένα μοναδικό φυσικό περιβάλλον,
βρίσκεται το αρχαίο μοναστήρι του Αγίου Νικολάου που είναι ευρύτερα γνωστό και
σαν μοναστήρι του Αγίου Νικολάου των Γάτων, που θεωρείται το παλαιότερο
μοναστήρι της Κύπρου.
Δικαιολογημένα πήρε το προσωνύμιο «των Γάτων», αφού σύμφωνα
με την παράδοση, σε αυτό συγκεντρώθηκαν εκατοντάδες γάτοι, για να εξοντώσουν τα
φίδια τα οποία αφθονούσαν στην περιοχή και αποτελούσαν κίνδυνο για ανθρώπους
και ζώα. Η παρουσία τόσων πολλών φιδιών στην περιοχή ήταν το αποτέλεσμα μιας
δεκαεφτάχρονης ανομβρίας που έπληξε το νησί στις αρχές του 4ου αιώνα μ.Χ.
Πηγάδια, βρύσες και ποτάμια είχαν ξεραθεί και ο πληθυσμός διασκορπίστηκε για να
βρει καλύτερες συνθήκες.
Την κατάσταση αυτή αντιλήφθηκε η βασιλομήτωρ Αγία Ελένη όταν
έκανε σταθμό στην Κύπρο πριν την μετάβαση της στην Παλαιστίνη. Μετά την
επιστροφή της στην Κύπρο από την Ιερουσαλήμ όπου είχε βρει τον Τίμιο Σταυρό,
έφερε μαζί της γάτους για να εξολοθρεύσουν τα φίδια και εργάτες για να κτίσουν
την εκκλησία. Σύμφωνα πάντα με την παράδοση η Αγία Ελένη άφησε και ένα κομμάτι
από τον Τίμιο Σταυρό.
Επιστρέφοντας στην Κωνσταντινούπολη η Αγία Ελένη
συνεννοήθηκε με τον αυτοκράτορα γιο της Μέγα Κωνσταντίνο και στάλθηκε στο νησί
ως διοικητής ο Κολόκαιρος με οδηγίες να βοηθήσει όσο καλύτερα μπορούσε. Το
σχέδιο με τους γάτους είχε καλά αποτελέσματα και σε σύντομο χρονικό διάστημα τα
ερπετά εξαφανίστηκαν και η περιοχή κατέστη προσιτή για τους ανθρώπους και τα
ζώα. Σήμερα το μοναστήρι συνεχίζει να προσφέρει στέγη σε αρκετούς γάτους
συνεχίζοντας την παράδοση να εκτρέφουν 100 γάτους.
Κατά την περίοδο της λατινοκρατίας το μοναστήρι του Αγίου
Νικολάου, με παπικές βούλες εξαιρέθηκε από την φορολογία της δεκάτης. Το 1368
όμως φαίνεται πως πλήρωσε στο Λατίνο επίσκοπο της Λεμεσού 25 δουκάτα το χρόνο
ενώ το εισόδημα της προς τα τέλη του 15ου αιώνα έφτανε τα 400 δουκάτα.
Το μοναστήρι του Αγίου Νικολάου των Γάτων συγκαταλέγεται
ανάμεσα στα πρώτα μοναστήρια που δημιουργήθηκαν στο νησί και αναφέρεται από
πολλούς ιστορικούς των περασμένων αιώνων. Αρκετοί συγγραφείς των μεσαιωνικών
χρόνων αναφέρθηκαν στο μοναστήρι αλλά τα κείμενα τους δεν παρουσιάζουν
οποιαδήποτε σημαντικά στοιχεία, αλλά κινούνται γύρω από την παράδοση της
μεταφοράς των γάτων.
Εντυπωσιακό είναι ένα έθιμο που σχετιζόταν με την Μονή και
το οποίο κατέγραψε ο S. Villamont ο οποίος ήρθε στην Κύπρο το 1589 και
παρέμεινε σε αυτό 39 μήνες.
Σύμφωνα με το έθιμο οι ψαράδες της περιοχής συνήθιζαν να
προσφέρουν στην Μονή όλα τα ψάρια που ψάρευαν την ημέρα της γιορτής του Αγίου
Νικολάου, ώστε ο άγιος να ευλογήσει τη σοδειά της επόμενης χρονιάς. Αν δεν
γινόταν αυτό, πίστευαν πως η σοδειά τους δεν θα ήταν ευλογημένη και θα ήταν
φτωχική.
Σύμφωνα πάντα με την παράδοση το Μοναστήρι του Αγίου
Νικολάου έγινε το καταφύγιο διαφόρων μοναχών που καταδιώχθηκαν στα χρόνια της
εικονομαχίας από τους εικονομάχους αυτοκράτορες του Βυζαντίου. Αναφέρεται ότι ο
Αυτοκράτορας του Βυζαντίου Κοπρώνυμος και οι διάδοχοι του εικονομάχοι εξόρισαν
πολλούς ηγουμένους και ασκητές μοναστηριών.
Στα πρώτα χρόνια της τουρκοκρατίας στο νησί, το μοναστήρι
δέχτηκε βαρύτατα πλήγματα, και εκτός της λεηλασίας του οι κατακτητές σκότωσαν ή
έδιωξαν τους μοναχούς που ζούσαν εκεί και δεν επέτρεπαν σε κανένα μοναχό να το
επαναλειτουργήσει.
Έμπρακτο ενδιαφέρον για την εγκαταλειμμένη Μονή έδειξε ο
Μητροπολίτης Κιτίου Μακάριος Α΄ (1737-1776) ο οποίος προέβη στην ανακαίνιση
του. Η Μονή ξαναλειτούργησε με μοναχούς, αλλά για μικρό διάστημα και η λειτουργία
της Μονής τερματίστηκε. Η περιουσία της πέρασε στη διαχείριση της Μητρόπολης
Κιτίου στην οποία υπαγόταν εκκλησιαστικά. Για πολλά χρόνια παρέμεινε ερειπωμένη
και μόνο η εκκλησία της διατηρείτο σε σχετικά καλή κατάσταση.
Μετά από πολλά χρόνια η Μονή ξαναζωντάνεψε κατά τις
τελευταίες δεκαετίες του 20ου αιώνα. Μετά τα γεγονότα του 1974 εκδηλώνεται η
προσπάθεια αναβίωσης της Μονής. Πρωτοστάτης ο ηλικιωμένος μοναχός Βαρνάβας της
κατεχόμενης Μονής του Αποστόλου Βαρνάβα, ο οποίος προσπάθησε να αναπαλαιώσει το
μοναστήρι των Γάτων και να εγκατασταθεί σε αυτό. Δεν ευτύχησε όμως να δει τους
κόπους του να καρποφορούν γιατί απεβίωσε. Η προσπάθεια του όμως δεν έμεινε
ημιτελής, αφού το 1983 δύο μοναχές από τον Άγιο Γεώργιο του Αλαμάνους
εγκαταστάθηκαν στον Άγιο Νικόλαο και συνέχισαν τις προσπάθειες του μοναχού
Βαρνάβα.
Βρήκαν το μοναστήρι εγκαταλειμμένο και γεμάτο ερπετά και
αποφάσισαν να ακολουθήσουν τη μέθοδο της Αγίας Ελένης όπου οι μοναχοί της Μονής
εκτρέφουν 100 γάτους. Το 1991 οι μοναχές αριθμούσαν τις 5 και το 1992 ανήμερα
της γιορτής του Αγίου Νικολάου έγινε η χειροθέτηση της μοναχής Κασσιανής στον
ηγουμενικό Θρόνο.
Η Εκκλησία της Μονής είναι μονόκλιτη, κτισμένη με
ασβεστολιθικό ψαμμίτη που αφθονεί στην περιοχή, καμαροσκέπαστη και στο
εσωτερικό της παρουσιάζει όψη αρχαίου θρησκευτικού μνημείου. Η κεντρική είσοδος
του Καθολικού ή οποία χρονολογείται κατά τον 14ον αιώνα, εντυπωσιάζει τον
επισκέπτη με το οξυκόρυφο τόξο της,, στους προβόλους του οποίου υπάρχουν
ανάγλυφες οι μορφές των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου. Μάλιστα ο Απόστολος Πέτρος
παριστάνεται να κρατά τα κλειδιά του παραδείσου όπως τον θέλει η παράδοση. Πάνω
από την κύρια ανατολική είσοδο της εκκλησίας βρίσκονται πέντε οικόσημα από τα
οποία τα τέσσερα είναι σε πολύ καλή κατάσταση. Σύμφωνα με τον Τζέφρυ τα δύο
οικόσημα είναι προσωπικά ενώ τα άλλα δύο έχουν σχέση με τα βασιλικά εμβλήματα
των Λουζινιανών.
Στο εσωτερικό του ναού, δίπλα από το καινούργιο τέμπλο στη
νοτιοανατολική άκρη είναι στημένη η θαυματουργή εικόνα του προστάτη της Μονής
Αγίου Νικολάου. Οι τοίχοι της εκκλησίας είναι αρκετά χοντροί και είναι έκδηλη η
προσθήκη δεύτερου τοίχου στο εσωτερικό, που θα πρέπει να προστέθηκε για να
στηριχθεί η στέγη της εκκλησίας, όταν έπεσε σε κάποια χρονική περίοδο. Εμφανή
είναι και τα ίχνη τοιχογραφιών στο εσωτερικό της εκκλησίας.
Στη μέση της αυλής υπάρχει ένα παλιό ξύλινο αλακάτι που
στρέφει τη μνήμη στα περασμένα χρόνια όταν η άντληση του νερού γινόταν από
πηγάδια.
Την ηρεμία και τη γαλήνη που συνήθως συντροφεύουν τα
μοναστήρια την διασαλεύει το ασταμάτητο εκκωφαντικό βουητό των μαχητικών
αεροπλάνων της επισταθμίας Ακρωτηρίου. Ο δίαυλος του στρατιωτικού αεροδρομίου
βρίσκεται πολύ κοντά στα νότια του μοναστηρίου οι δε απογειώσεις και
προσγειώσεις των αεροπλάνων είναι ένα αδιάκοπο φαινόμενο.
Σήμερα το Μοναστήρι βρίσκεται υπό τη διαχείριση της Μητρόπολης Λεμεσού η
οποία ανέλαβε και την ανασυγκρότηση του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου