Δευτέρα 10 Ιουνίου 2013

Κυπρίων Άγιοι: Ο Απόστολος Βαρνάβας

Ο Απόστολος Βαρνάβας υπήρξε ο ιδρυτής και ο θεμελιωτής της Αγιωτάτης Εκκλησίας της Κύπρου και χαρακτηρίζεται δικαίως, από τον ιερό υμνωδό, ως ο πρώτος από τους εβδομήκοντα Αποστόλους, ίσος σε αξία με τους δώδεκα και κήρυξ της Οικουμένης. Χαρακτηρίζεται, παράλληλα, τόσο από την αγία Γραφή, όσο και από τους ιερούς Πατέρες ως «ανήρ αγαθός και πλήρης Πνεύματος αγίου και πίστεως», αλλά και ως ζηλωτής, δραστήριος και ταπεινός εργάτης της πίστεως μας.
Σύμφωνα με όσα αναφέρει ο Ευαγγελιστής Λουκάς στο βιβλίο των Πράξεων των Αποστόλων, ο Βαρνάβας ήταν «Ιουδαίος Λευΐτης, Κύπριος τω γένει». Γεννήθηκε στη Σαλαμίνα της Κύπρου κι ανήκε στη φυλή του Λευΐ, απ' την οποία λαμβάνονταν οι ιερείς και οι υπηρέτες του Ναού. Το αρχικό του όνομα ήταν Ιωσής και στα χρόνια που ο Κύριος ανέλαβε το έργο του, φαίνεται ότι βρισκόταν στην Παλαιστίνη.
Εκεί γνώρισε τη χριστιανική πίστη και τόσο την αγάπησε, ώστε όχι μόνο ο ίδιος την έκαμε βίωμα και σκοπό της ζωής του, αλλά και φρόντισε κι αγωνίστηκε και στους άλλους να την μεταδώσει με το κήρυγμα και τις παρακλήσεις του. Για τούτο τον ζήλο του οι άλλοι απόστολοι τον μετονόμασαν από Ιωσή Βαρνάβα (Βάρ-νεβουά) λέξη εβραϊκή, που ελληνικά ερμηνεύεται υιός προφητείας ή υιός παρακλήσεως, δηλ. άνθρωπος που ανακουφίζει τον πόνο, προσφέροντας στον καθένα βοήθεια.
Η στενή συγγενική σχέση που είχε με τη Μαρία, τον έφερε πιο κοντά στον Χριστό, γιατί ως γνωστόν η Μαρία ήταν αδελφή του, μητέρα του Ευαγγελιστή Μάρκου και ήταν ανάμεσα στις γυναίκες που ακολουθούσαν και διακονούσαν τον Κύριο. Το σπίτι της μάλιστα χρησιμοποιήθηκε σαν τόπος συγκέντρωσης της πρώτης Εκκλησίας και στο υπερώο αυτής της οικίας ήταν, που ο Χριστός έφαγε με τους δώδεκα μαθητές του, τελώντας τον περίφημο Μυστικό Δείπνο, όπου τους παρέδωσε το Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας.
Ο Βαρνάβας κατείχε ξεχωριστή θέση ανάμεσα στους Αποστόλους, ιδιαίτερα γιατί πρόσφερε την περιουσία του στους πτωχούς κι ήταν πάντοτε για τους δυστυχισμένους ο παρήγορος άγγελός τους. Εργάστηκε για την εξάπλωση της πρώτης Εκκλησίας και μετά από κάθε ομιλίατου φρόντιζε να πλησιάζει ένα-ένα τους ακροατές και προσπαθούσε να τους παρηγορήσει και να τους ενισχύσει να μείνουν σταθεροί κι ακλόνητοι στην πίστη του Χριστού.
Με τον τρόπο αυτόν ο ζηλωτής Απόστολος εξελίχτηκε σ' ένα πρώτης τάξεως ιεραπόστολο και πραγματικό παρηγορητή των χριστιανών, ώστε δίκαια ο πρώτος επίσκοπος της αγίας πόλεως Ιάκωβος ο αδελφόθεος στον Βαρνάβα έσπευσε ν' αναθέσει την τιμητική αποστολή να επισκεφθεί και να οργανώσει τη νεοσύστατη Εκκλησία της Αντιόχειας.
Η παρουσία του φλογερού Αποστόλου ανάμεσα στους χριστιανούς έγινε αφορμή να ενισχυθούν αυτοί και να αυξηθούν ακόμη περισσότερο. «Και προσετέθη όχλος ικανός τω Κυρίω». Όταν ο Βαρνάβας αντελήφθηκε πως το έργο της οργά­νωσης ήταν τεράστιο και πως καθημερινά πλήθος πιστών πύκνωνε τις τάξεις της Εκκλησίας, τότε πήγε στην Ταρ­σό και αναζήτησε τον Παύλο κι άρχισαν από κοινού να διδάσκουν και να σταθεροποιούν την Εκκλησία. Μείνα­νε στην Αντιόχεια ένα χρόνο και σχημάτισαν την πρώ­τη αποστολική Εκκλησία και οι ακόλουθοι του Χριστού πήρανε για πρώτη φορά το όνομα Χριστιανοί.
Το έργο των δύο αποστόλων δεν επρόκειτο να περιοριστεί μόνο στην Αντιόχεια. Το 45 μ.Χ. «λειτουργούντων αυτών τω Κυρίω και νηστευόντων, είπε το Πνεύμα το Άγιον αφορίσατε δη μοι τον Βαρνάβαν και τον Σαύλον εις το έργον, ο προσκέκλημαι αυτούς». Έτσι οι δύο απόστολοι Βαρνάβας και Σαύλος με συντροφιά τον ανεψιό του Βαρνάβα Ιωάννη Μάρκο και με τις ευχές της Εκκλησίας ξεκίνησαν ένα ευλογημένο πρωινό για την πρώτη αποστολική περιοδεία.
Αφού κατέβηκαν στη Σελεύκεια, βρήκαν εκεί ένα πλοίο, που αναχωρούσε για τη Σαλαμίνα της Κύπρου και μπήκαν μέσα σ' αυτό. Οι Απόστολοι προτίμησαν ν' αρχίσουν το έργο τους από την Κύπρο, γιατί ο Βαρνάβας ήταν Κύπριος κι είχεν εδώ συγγενείς και φίλους και γνωστούς.  Μόλις οι Απόστολοι έφτασαν κι αποβιβάστηκαν στη Σαλαμίνα, άρχισαν αμέσως το έργο τους από τις συναγωγές των Ιουδαίων. Από τη Σαλαμίνα προχώρησαν στο Κίτιο όπου βρήκαν και χειροτόνησαν πρώτο επίσκοπο της ιστορικής πόλεως τον φίλο του Χριστού Λάζαρο και ίδρυσαν κι εδώ Εκκλησία. Κατοπινός σταθμός της περιοδείας τους υπήρξε η πολυάνθρωπη Ταμασός η γνωστή για τα πλούσια μεταλλεία του χαλκού. Έκαμαν κι εδώ οπαδούς και προχώρησαν για την Πάφο, που ήταν τότε πρωτεύουσα της Κύπρου. Ενώ περνούσαν από το χωριό Λαμπαδός, συνάντησαν εκεί τον Ηρακλείδιο, τον δίδαξαν την καινούργια θρησκεία και τον χειροτόνησαν επίσκοπο της Ταμασού. Στην Πάφο με το κήρυγμα τους η πόλη έγινε ανάστατη. Από τη μια οι φανατικοί Ιουδαίοι που κατοικούσαν εκεί, από την άλλη οι ειδωλολάτρες, που ένοιωθαν για τη θρησκεία τους βαθύ σεβασμό, ξεσηκώθηκαν ενάντια στους Αποστόλους. Συνέλαβαν τον Παύλο κι αφού τον έδεσαν σε μια κολώνα ενός ειδωλολατρικού ναού, του έδωσαν «τεσσαράκοντα παρά μίαν». Ο θόρυβος που δημιουργήθηκε από όλη αυτή την αναστάτωση έφτασε και στα αυτιά του διοικητή, του Σέργιου Παύλου, που θέλησε να μάθει την αιτία. Κάλεσε, λοιπόν, τους Αποστόλους στο διοικητήριο και ζήτησε να τους ακούσει. Εκεί βρισκόταν και κάποιος Ιουδαίος μάγος, εγωπαθής κι έξυπνος ο Βαριησούς, που εκτός από την εβραϊκή θρησκεία γνώριζε και την αιγυπτιακή φιλοσοφία. Γι' αυτό τον λόγο οι Αιγύπτιοι τον είχαν ονομάσει και Ελύμα (Ουλεμά) δηλαδή σοφό. Όταν ο μάγος άκουσε το κήρυγμα του Βαρνάβα πρώτα κι ύστερα του Παύλου, παρέταξε αμέσως με στόμφο τα ψευδοεπιχειρήματά του και ζητούσε με σοφιστείες και φωνές να εμποδίσει τον ανθύπατο να πιστεύσει. «Ανθίστατο αυτοίς Ελύμας ο μάγος, ζητών διαστρέψαι τον ανθύπατον από της πίστεως». Μπροστά στη στάση αυτή του μάγου ο Παύλος άλλαξε τακτική. Γεμάτος από τη χάρη του Αγίου Πνεύματος και με την καρδιά φλεγόμενη από ιερή αγανάκτηση τον κοίταξε στα μάτια και του βροντοφώναξε: «Γιέ του διαβόλου, που είσαι γεμάτος από κάθε δολιότητα και ραδιουργία, εχθρέ και πολέμιε, κάθε δικαιοσύνης, δεν θα πάψεις, λοιπόν, να διαστρέφεις με τα σοφίσματα και τις πονηρίες σου το θέλημα του Κυρίου; Και τώρα να επάνω σου ξέσπασε η οργή του Κυρίου. Συ που είσαι τυφλός κατά το μυαλό και κατά την ψυχή, θα μείνεις απ' αυτή τη στιγμή τυφλός και κατά το σώμα για κάμποσο καιρό. Ο Ελύμας από την ίδια στιγμή τυφλώθηκε και ζητούσε χειραγωγούς. Το θαύμα έκαμε τέτοια εντύπωση στον ανθύπατο, που αμέσως πίστεψε. «Ιδών ο ανθύπατος το γεγονός επίστευσε εκπλησσόμενος επί τη διδαχή του Κυρίου». Δέχτηκε την αλήθεια του Θεού με την καρδιά του κι έγινε ο πρωτοπόρος μα κι ο σημαιοφόρος όλων των επισήμων κι αξιωματούχων, οι οποίοι ύστερα από αυτόν θα δεχόντουσαν το Ευαγγέλιο και θα πίστευαν στον Χριστό. 
Από την Πάφο ο Βαρνάβας, σύμφωνα με το βιβλίο των Πράξεων, μαζί με τους δύο συνεργάτες του απέπλευσαν για την Πέργη της Παμφυλίας, την Αντιόχεια και το Ικόνιο της Πισιδίας, «την Λύστραν και Δέρβην και την περίχωρον της Λυκαονίας». Μετά από δύο συνεχή χρόνια, γεμάτα από δοκιμασίες και διωγμούς και κινδύνους, αλλά και πλούσια καρποφορία ολοκληρώθηκε η πρώτη αποστολική περιοδεία, την ηγεσία της οποίας φαίνεται πώς την είχε ο απόστολος Βαρνάβας. Ο απόστολος Παύλος ήταν «ο ηγούμενος του λόγου».
Με την επιστροφή των Αποστόλων στην Παλαιστίνη ήλθαν αντιμέτωποι με ένα σοβαρό ζήτημα. Μερικοί εξ Ιουδαίων χριστιανοί κατέβηκαν από την Ιουδαία στην Αντιόχεια κι άρχισαν να διδάσκουν, ότι οι Εθνικοί που έγιναν χριστιανοί, δεν είναι δυνατόν να σωθούν, αν προηγουμένως δεν δεχθούν την περιτομή. Το πρόβλημα ήταν πολύ μεγάλο κι εξαιρετικά λεπτό. Για την αυθεντική του λύση κλήθηκαν στα Ιεροσόλυμα το 51 μ.Χ. οι Απόστολοι σε Σύνοδο. Την Εκκλησία της Αντιόχειας αντιπροσώπευσε μια επιτροπή που αποτελέστηκε από τον Βαρνάβα, τον Παύλο, τον νεαρό Τίτο — αυτόν που ο Παύλος χειροτόνησε αργότερα επίσκοπο Κρήτης — και μερικούς άλλους. Στην πολυάριθμη σύσκεψη μίλησαν πολλοί. Μίλησε κι ο Βαρνάβας κι ο Πέτρος κι ο Παύλος και άλλοι. Στο τέλος μίλησε κι ο Ιάκωβος «ο αδελφόθεος». Η απόφαση της Συνόδου υπήρξε αυτή που ανεμένετο. Η δύναμη του Μωσαϊκού Νόμου έληξε με την εμφάνιση του Ευαγγελικού Νόμου. Για τη σωτηρία του χριστιανού δεν χρειάζονται οι τύποι που ζητά ο Μωσαϊκός Νόμος. Ένα μόνο χρειάζεται: Η πίστη. Η σταθερή και ζωντανή κι ακλόνητη πίστη.
Αμέσως μετά την Αποστολική Σύνοδο οι δύο Απόστολοι ετοιμάζονται για την δεύτερη ιεραποστολική τους περιοδεία. Μια μικρή διαφορά όμως, που αναφύηκε μεταξύ τους την τελευταία στιγμή, γύρω από το πρόσωπο του Μάρκου, τους έκαμε να διαφωνήσουν και να πάνε χωριστά. Ο απόστολος Βαρνάβας ήθελε στην περιοδεία που θα ανελάμβαναν, να παραλάβει μαζί του και τον Μάρκο, που ήταν ανεψιός του. Ο απόστολος Παύλος όμως πρόβαλε άρνηση στην πρόταση γιατί ο Μάρκος τους είχε εγκαταλείψει στην πρώτη περιοδεία κι έφυγε. Έτσι οι Απόστολοι χώρισαν. Μετά τον χωρισμό ο Παύλος με συνοδό τον Σίλα άρχισε τη δεύτερη ιεραποστολική περιοδεία, ενώ ο Βαρνάβας με τον Μάρκο ξαναγύρισαν στην Κύπρο.
Στην Κύπρο ο Βαρνάβας αφιέρωσε το υπόλοιπο της ζωής του. Μαζί με τον Μάρκο διέσχισε διδάσκον ξανά ολόκληρη τη νήσο. Μια παράδοση αναφέρει πώς ο ζηλωτής αυτός Απόστολος κήρυξε επίσης το Ευαγγέλιο στη Ρώμη, τα Μεδιόλανα και την Αλεξάνδρεια. Κατόπιν ξαναγύρισε στην Κύπρο, οργάνωσε την Εκκλησία της και στο τέλος την πότισε και με το αίμα του.
Μια βραδιά ενώ δίδασκε στη Σαλαμίνα, τον άρπαξαν οι Ιουδαίοι, τον έδεσαν χειροπόδαρα και τον πέταξαν σ' ένα υπόγειο. Όταν νύχτωσε, τον έσυραν έξω από την πόλη και τον λιθοβόλησαν. Για να μη μείνει ίχνος από το έγκλημα τους άναψαν μεγάλη φωτιά κι έρριψαν μέσα το λείψανο για να καεί. η πρόνοια του Θεού όμως δεν επέτρεψε το ανοσιούργημα. Η φωτιά σβήστηκε και το άγιο σκήνωμα έμεινε άθικτο. Οι χριστιανοί που παρακολουθούσαν από μακριά τα γενόμενα, μόλις έφυγαν οι φονιάδες, έτρεξαν, πήραν το άγιο σώμα, το έπλυναν με καθάριο νερό και το έθαψαν με δάκρυα στοργής και θαυμασμού στη Σαλαμίνα. Επάνω στα στήθη του έβαλαν ένα αντίγραφο του Ευαγγελίου του Ματθαίου, που είχε αντιγράψει ο ίδιος ο Βαρνάβας.
Πέρασαν χρόνια. Η φιλόστοργη γη της Σαλαμίνας κράτησε με αγάπη αξιοθαύμαστη στον κόρφο της τον ατίμητο θησαυρό της. Το λείψανο του πιο μεγάλου άγιου και ιδρυτού της, του αποστόλου Βαρνάβα. Το κράτησε κρυμμένο. Ένα μόνο δεν μπόρεσε να αποκρύψει. Τη θεϊκή δύναμη και χάρη που έβγαινε από τον τάφο του και θεράπευε όλων των ειδών τους αρρώστους. Δαιμονισμένοι, κουτσοί, τυφλοί, παράλυτοι κι άλλοι λογής - λογής άρρωστοι βρίσκανε σαν πλησιάζανε στο μέρος που ήταν ο τάφος τη θεραπεία τους. Γι' αυτό κι οι χριστιανοί κάλεσαν τον τόπο εκείνο με το όνομα: «Τόπος ιάσεως».
Ήρθε όμως ο καιρός το μυστικό να φανερωθεί. Μια νύχτα που ο Αρχιεπίσκοπος της νήσου Ανθέμιος, ύστερα από κατανυκτική προσευχή πήγε να πλαγιάσει, είδε ένα ζωντανό όραμα. Είδε τον απόστολο Βαρνάβα να στέκεται μπροστά του και να του λέγει δύο πράγματα: α) Να πάει προς τα δυτικά της Σαλαμίνας δύο περίπου μίλια μακριά από τα τείχη της και στη χαρουπιά που θα δει, να σταθεί και να σκάψει από κάτω της βαθιά και β) Αυτό που θα βρει (το λείψανο του και το χειρόγραφο Ευαγγέλιο του Ματθαίου) να τα πάει στον Αυτοκράτορα της Κων/πόλεως τον Ζήνωνα δώρο και θα πετύχει αυτό που ποθεί.
Ο Ανθέμιος ακολούθησε πιστά τις υποδείξεις του Αποστόλου. Μετά από θερμή και πάλι προσευχή στην οποία έλαβε μέρος όλο το ιερατείο της Κωνστάντιας και κόσμος πολύς, πήγαν κι έσκαψαν στο μέρος που είχε υποδείξει ο Απόστολος. Και πράγματι βρήκαν το λείψανο και το Ευαγγέλιο που ήταν στο στήθος του. Την ίδια χρονιά (488) πήγε στην Πόλη και πρόσφερε στον αυτοκράτορα Ζήνωνα το εύρημά του. Ο αυτοκράτορας ενθουσιάστηκε κι έσπευσε να επιβεβαιώσει με τοπική Σύνοδο το αυτοκέφαλο της Εκκλησίας της Κύπρου και να της χαρίσει και τρία αυτοκρατορικά προνόμια: α) Ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου να φορεί κόκκινο μανδύα, β) να κρατεί βασιλικό σκήπτρο αντί ποιμαντική ράβδο και γ) να υπογράφει με κόκκινο μελάνι (κιννάβαρι), σαν τον Αυτοκράτορα.
Επιστρέφοντας στην Κύπρο ο Ανθέμιος έδωκε εντολή δίπλα στον τάφο του αποστόλου Βαρνάβα να κτιστεί ένας λαμπρός ναός προς τιμή του και γύρω από τον ναό κελλιά για μοναχούς. Έτσι, η μεγάλη αυτή καρδιά εξεδήλωσε την ευγνωμοσύνη της στον θείο Απόστολο, ο οποίος κι όταν ζούσε, μα κι όταν απέθανε δεν παρέλειψε να κάμει ό,τι μπορούσε για τη σωτηρία τους και για τη δόξα του Χριστού.
Ο «μέγας» απόστολος Βαρνάβας υπήρξε και μένει υπέροχο παράδειγμα αγάπης και ζήλου, πίστεως και φιλοπατρίας για τους πιστούς όλων των εποχών. Άνθρωπος με ζηλευτή ανιδιοτέλεια και σύνεση, με απλότητα και ταπείνωση, «ήμερος και επιεικής», όταν νόμιζε πώς χρειαζόταν η επιείκεια. Αλλά και ελεγκτής του κακού, «χρηστός σφόδρα και ευπρόσιτος», έδωκε την καρδιά του απ' την πρώτη στιγμή για τον Χριστό κι αγωνίστηκε με όλες του τις δυνάμεις για τη δόξα Του.
Ιεροσόλυμα, Αντιόχεια, Κύπρος, Μ. Ασία, Αίγυπτος, Ιταλία δοκίμασαν πλούσια την ευεργετική παρουσία του. Μεγαλοπρεπής σ' εμφάνιση κι επιβλητικός, αφοσιώθηκε στην υπηρεσία του Θεού κι αναδείχθηκε ένας ξεχωριστός Ιεραπόστολος, που τίποτε δεν κράτησε για τον εαυτό του. Για τούτο κι ο Κύριος Τον δόξασε, όταν ζούσε στη γη. Μ' απέραντη δόξα τον δοξάζει τώρα και στον ουρανό, σύμφωνα με την υπόσχεση που δίδει: «τους δοξάζοντας με δοξάσω».
Απολυτίκιο
Ήχος α'
Το μέγα κλέος της Κύπρου, της Οικουμένης τον κήρυκα, των Αντιοχέων τον πρώτον της χριστωνύμου κλήσεως αρχιτέκτονα, της Ρώμης τον κλεινόν εισηγητήν, και θείον των εθνών σαγηνευτήν, το της χάριτος δοχείον του Παρακλήτου Πνεύμα τος τον επώνυμον, Απόστολον τον μέγαν, τον του θείου Παύλου συνέκδημον, των εβδομήκοντα πρώτον, των δώδεκα ισοστάσιον πάντες συνελθόντες σεπτώς οι πιστοί, τον Βαρνάβαν άσμασι στέψωμεν, πρεσβεύει γαρ Κυρίω, ελεηθήναι τάς ψυχάς ημών.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου